Το χρονικό

Λίγο μετά τις 04.00, ο 43χρονος, οπλισμένος με καραμπίνα, εισέβαλε στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του, η οποία απουσίαζε, ενώ στον χώρο βρισκόταν η 13χρονη κόρη τους.

Ο δράστης κράτησε όμηρο την ίδια του την κόρη και την απείλησε για να την αναγκάσει να τηλεφωνήσει στη μητέρα της. Τότε, ο 43χρονος της μίλησε και απείλησε ότι θα σκοτώσει το παιδί.

Η 36χρονη αμέσως ξεκίνησε για να επιστρέψει στο σπίτι, την ώρα που η 13χρονη τηλεφωνούσε στον κουμπάρο του ζευγαριού, ο οποίος, μαζί με τους γείτονες, κατάφεραν να απομακρύνουν το κορίτσι από το διαμέρισμα και να κλειδώσουν σε αυτό τον 43χρονο. Δεν υπολόγιζαν όμως ότι στη θέα του οχήματος της εν διαστάσει συζύγου του θα πηδούσε από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου στο καπό του αυτοκινήτου.

Αποφασισμένος να σκοτώσει την 36χρονη, την πυροβόλησε αρχικά μπροστά από το παρμπρίζ και στη συνέχεια από τη θέση του συνοδηγού. Μετά τη δολοφονία της, αυτοκτόνησε με το ίδιο όπλο.

Τον είχε καταγγείλει

Τρεις ημέρες πριν τη δολοφονία, η 36χρονη είχε καταγγείλει τον δράστη για ενδοοικογενειακή βία.

«Το ζήτημα είναι ότι είχε καταγγείλει εκ νέου το θύμα πριν από τρεις ημέρες, δεν είχε ζητήσει το panic button», λέει, μιλώντας στο MEGA, δικηγόρος Εβίτα Βαρελά.

«Σημασία έχει ότι αυτή η γυναικοκτονία… και νομίζω δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι πρέπει να χαρακτηρίζουμε αυτές τις δολοφονίες έτσι διότι έχουν έμφυλα κίνητρα, μιλάμε για μια έμφυλη κτηνωδία. Αυτή η γυναίκα απειλήθηκε ότι θα δολοφονήσει ο σύζυγός της το παιδί της. Δεν είχε καμία αναστολή, δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά μόνο να επιτύχει τον στόχο του και να τη δολοφονήσει».

«Πρέπει τα θύματα που μας ακούν να φύγουν από το κακοποιητικό περιβάλλον που διαβιώνουν», συμπληρώνει.


Πηγή