Από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας, εξαρθρώθηκαν δύο διαφορετικές εγκληματικές οργανώσεις, τα μέλη των οποίων δραστηριοποιούνταν στη διάπραξη κακουργηματικών απατών σε βάρος του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), μέσω εικονικής συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Προηγήθηκε πολύμηνη έρευνα στο πλαίσιο της οποίας εξακριβώθηκε η συγκρότηση και δραστηριοποίηση των οργανώσεων, ενώ έπειτα από ευρείας κλίμακας επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024, συνελήφθησαν συνολικά -16- μέλη τους.

Πρόκειται για -4- ιατρούς Δημοσίων Δομών Υγείας σε Αττική και Βοιωτία, ιδιοκτήτες και υπαλλήλους -8- φαρμακείων στην Αττική, -1- ιατρικό επισκέπτη εταιρείας παραγωγής φαρμάκων και -1- άτομο που είχε το ρόλο του μεσάζοντα.

Η ζημιά σε βάρος του Ε.Ο.Π.Π.Υ ξεπερνά τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ.

Πώς δρούσαν

Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι τα μέλη των δύο οργανώσεων έχοντας διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους, προέβαιναν αρχικά μέσω των ιατρών- μελών τους στη συστηματική έκδοση ψευδών συνταγογραφήσεων σε Α.Μ.Κ.Α. -κυρίως αλλοδαπών- ατόμων.

Μάλιστα, τα μέλη για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους χρησιμοποιούσαν και Α.Μ.Κ.Α. ανασφάλιστων ατόμων, καθώς η συμμετοχή τους στη δαπάνη του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ήταν μηδενική.

Στη συνέχεια, μέσω των εταιρειών/ φαρμακείων των μελών τους, προέβαιναν σε εικονικές εκτελέσεις των συνταγογραφήσεων, υπογράφοντας παραστατικά εκτέλεσης αντί των ασφαλισμένων, πλαστογραφώντας τις υπογραφές τους. Η περαιτέρω διάθεση των παρανόμως συνταγογραφημένων φαρμακευτικών σκευασμάτων πραγματοποιούνταν μέσω των φαρμακείων καθώς και των ιατρών σε πελάτες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Ακολούθως, τα έσοδα από την παράνομη δραστηριότητά τους, είτε αναμιγνύονταν με νόμιμα εισοδήματα μέσω της έκδοσης εικονικών αποδείξεων λιανικής πώλησης, είτε φυλάσσονταν σε θυρίδες τραπεζικών ιδρυμάτων.

Σημειώνεται ότι, μεταξύ των φαρμάκων που ψευδώς συνταγογραφούσαν, περιλαμβάνονται ναρκωτικά καθώς και άλλες ψυχότροπες ουσίες, ενώ ορισμένα από τα φάρμακα βρίσκονται σε έλλειψη, τόσο στην ελληνική, όσο και στη διεθνή αγορά.


Πηγή