«Είχα άλλους στόχους και σχέδια, κάποιες άλλες υποχρεώσεις, αλλά καταφέραμε να το ρυθμίσουμε και τώρα είμαι εδώ. Δεν ήταν διαπραγματεύσεις, περισσότερο κουβέντες, γιατί πραγματικά πίστευα ότι είχα ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις μου απέναντι στο σερβικό μπάσκετ και την εθνική ομάδα. Αλλά, ποτέ μην λες ποτέ. Οι προκρίσεις για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα πλησιάζουν. Είχαμε ήδη ένα παράθυρο τον Φεβρουάριο, με κάποιο τρόπο το ξεπεράσαμε, καταφέραμε να μαζευτούμε, να φτιάξουμε ομάδα, να κερδίσουμε. Έχουμε άλλα τέσσερα ματς. Δύο τον Νοέμβριο, με τη Δανία, στην Κοπεγχάγη, στις 21 Νοεμβρίου και μετά στις 24 στο Βελιγράδι. Τον Φεβρουάριο παίζουμε με τη Φινλανδία και μετά με τη Γεωργία στο σπίτι», είπε ο Πέσιτς.

«Ελπίζω να εκπλήρωσα τις επιθυμίες του κοινού, των φιλάθλων, των παικτών, να συνεχίσω. Αλλά μια μέρα κάποιος άλλος πρέπει να αναλάβει. Είμαι προπονητής σε μεγάλη ηλικία, αλλά το πάθος για το μπάσκετ, ακόμα και η συνήθεια, είναι ακόμα βαθιά μέσα μου. Αυτός είναι μάλλον ένας από τους λόγους που συμφωνήσαμε», πρόσθεσε και συνέχισε: «Η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν ότι προκριθήκαμε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μανίλα, γιατί αν δεν είχαμε παέι δεν θα είχαμε πάρει μετάλλιο. Δεν θα πηγαίναμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, άρα δεν θα συνεχίζαμε».

Η στήριξη των παικτών ήταν τεράστια στη διαδικασία παραμονής του Πέσιτς στον πάγκο της Σερβίας: «Σίγουρα σημαίνει και αυξάνει την ευθύνη. Δεν είναι πραγματικά καλό όταν οι παίκτες σε θέλουν και σε επαινούν πάρα πολύ, αλλά έχει δημιουργηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη, έχουμε συνδεθεί αρκετά καλά. Υπήρχαν ήττες και νίκες. Η συνεργασία με την εθνική ομάδα και το να είσαι προπονητής του συλλόγου είναι δύο διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας και από πλευράς παιχνιδιού, τακτικής, προπονητικής μεθοδολογίας. Δεν υπάρχει ποτέ αρκετός χρόνος. Ειδικά στην εθνική ομάδα, η δημιουργία ομαδικής χημείας είναι πιο σημαντική από το ταλέντο που φέρνουν οι παίκτες. Σίγουρα είναι διαφορετικά στο κομμάτι του συλλόγου. Στην εθνική ομάδα δεν παίζουν οι καλύτεροι παίκτες σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, αλλά αυτοί που αλληλοσυμπληρώνονται καλύτερα. Γι’ αυτό οι παίκτες ήθελαν να συνεχίσουν. Ένας προπονητής χρειάζεται και κίνητρο. Αυτό που παρακινεί τον προπονητή, ας πούμε η επιθυμία του παίκτη».//Ν.


Πηγη