Τον Μάιο του 1854 μια νέα για τα εκείνα χρονικά επιδημία έφτασε στην Ελλάδα, οι δρόμοι της Αθήνας και του Πειραιά έμοιαζαν με νεκροταφεία από κάθε ηλικίας ανθρώπων που έπεφταν νεκροί από την νόσο της χολέρας.
Του Σπύρου Συμεών*
Οι άρχοντες του τόπου είχαν εξαφανισθεί για να σωθούν και ο μόνος που περιπλανιόταν στους δρόμους ήταν ο βασιλιάς Όθωνας ο οποίος προσπαθούσε να στηρίξει του υπηκόους του ψυχολογικά και να τους ενθαρρύνει συνομιλώντας μαζί τους. Μάλιστα διέθεσε μεγάλο μέρος από την προσωπική του περιουσία για την δημιουργία νοσηλευτικού κέντρου για τους νοσούντες αλλά και για την περαιτέρω στήριξη τους.
Προς τα τέλη του καλοκαιριού υπήρξε ύφεση της νόσου αλλά το φθινόπωρο και ο χειμώνας η έξαρση της ήταν ραγδαία, έτσι και εξαπλώθηκε και στην ελληνική επαρχία με αποτέλεσμα αρχές του φθινοπώρου να παρουσιάζονται τα πρώτα κρούσματα στις περιοχές γύρω από τις όχθες του Αχελώου και σιγά σιγά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τον νομό Αιτωλοακαρνανίας με αποτέλεσμα να ξεπεράσει τους 1.000 νεκρούς μέσα σε λίγους μόλις μήνες.
Όπως ήταν φυσικό η νόσος παρουσιάσθηκε και στο Μεσολόγγι και οι κάτοικοι ήτο αρκετά φοβισμένοι μιας κι αυτήν την φορά ο εχθρός ήταν ύπουλος και αόρατος δια γυμνού οφθαλμού κι αρκετοί ήδη νοσούσαν με φοβερά και επίπονα συμπτώματα.
Σε κάθε τους στιγμή ψέλλιζαν ικεσίες και παρακλήσεις προς τους Αγίους. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την στιγμή που επαναγκαταστάθηκαν στο ηρωικό Μεσολόγγι και πάνω που άρχισαν να ζουν την νέα καθημερινότητα τους έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με μια άγνωστη ασθένεια η οποία σύμφωνα με τους γιατρούς δεν ήταν εύκολο να ιαθεί και όποιος νοσούσε είχε ελάχιστες πιθανότητες να ζήσει.
Εκείνη την εποχή πλησίον του σημερινού Κήπου Ηρώων υπήρχε στρατόπεδο κι εκεί ένα βράδυ, μεσάνυχτα θα ήτο, ένας σκοπός είδε κάποιες σκιές στο φως του φεγγαριού να τρέχουν, τους φώναξε μα απάντηση δεν έλαβε, τρόμαξε και φώναξε τους συστρατιώτες του «Στα όπλαααα γρήγορα».
Ευθύς αμέσως οι στρατιώτες ξύπνησαν και έτρεξαν με τα όπλα ανά χείρας στο φυλάκιο, όπου αντίκρισαν τον σκοπό να προσπαθεί να ηρεμήσει από κάτι που όπως φάνηκε τον είχε ταράξει πολύ και να τους λέει «Δες τε, να εκεί πέρα δείτε, δεν βλέπετε;».
Όλοι μαζί έστρεψαν τα βλέμματα προς την πλατεία Ηρώου και είδαν μια κοπέλα σαν λευκοντυμένη να λούζεται από υπέρλαμπρο φως να κυνηγάει μια μαυροντυμένη γριά η οποία ωρυόταν σα δαιμονισμένη και κάπου κοντά στο ναϊδριο της Αγίας Παρασκευούλας η λευκοφορεμένη πιάνει την γριά και την χτυπάει με έναν μεγάλο σταυρό που κρατούσε ρίχνοντας την στο έδαφος όπου την ίδια στιγμή έγινε σκόνη ενώ η λευκοφορεμένη κοπέλα χάνθηκε ξάφνου από τα μάτια των στρατιωτών αφήνοντας πίσω για λίγα λεπτά μια ολόλευκη λαμπερή νεφέλη.
Οι στρατιώτες σάστισαν στην θέα αυτού του γεγονότος αλλά τους περιέβαλε μια παράδοξη γαλήνη και το θεώρησαν ως καλό σημάδι.
Την επομένη ημέρα όταν το διηγήθηκαν αυτό στους κατοίκους της Πόλεως του Μεσολογγίου οι γηραιότεροι αναλογιζόμενοι την ιστορία του συγκεκριμένου μέρους το απέδωσαν ως θαυμαστό γεγονός της Αγίας Παρασκευούλας (έτρι αποκαλούσαν την Αγία λόγω και του μικρού μεγέθους από το εκκλησάκι της) διότι στο σημείο που τότε αλλά και σήμερα υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι παλαιότερα υπήρχε μεγάλος ναός προς τιμήν της Αγίας.
Από εκείνη την νύχτα και έπειτα η νόσος της χολέρας έσβησε από το Μεσολόγγι, κανείς πια δεν νόσησε μα και οι νοσούντες γιατρεύτηκαν όλοι.
Την επιστήμη την έδωσε ο ίδιος ο Θεός ως αγαθό στους ανθρώπους, για να υπηρετεί την ανθρωπότητα, αλλά η επιστήμη είναι πολύ μικρή μπροστά Του όπως είναι προφανές, γι αυτό σε κάθε δύσκολη στιγμή μας εκεί που κατά τους ανθρώπους, όσο ωραιοποιημένα κι αν τα παρουσιάζουν, τα πράγματα είναι αδύνατα τότε παρά (δίπλα) τω Θεώ δυνατά και εφικτά μετατρέπονται.
Η ελπίδα των ανθρώπων είναι αυτή που δεν πρέπει να σβήσει όσο κι αν κάποιοι το έχουν βάλει ως στόχο για να μπορούν να γεμίσουν με φόβο και σκοτάδι την ψυχή μας. Η ελπίδα φέρει πίστη, η πίστη φέρει Θεό κι εκεί που ο Θεός έρχεται και κατοικεί ουδέν το κακό μπορεί να τελεσθεί.
Πιστεύετε και μην φοβείσθε, ο Θεός δεν λησμονεί.
agrinio24.gr