Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποδέχτηκε θερμά τον Τούρκο πρόεδρο στο Μέγαρο Μαξίμου.

Χαμογελαστοί οι δύο ηγέτες έδειξαν πως έχουν αφήσει πίσω τους τα σύννεφα του παρελθόντος, επιλέγοντας τον δρόμο του διαλόγου και της συνεννόησης. Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν να διατηρηθεί η ηρεμία στο Αιγαίο, ενώ εγκρίθηκε το πακέτο μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που είχαν συναποφασίσει οι δύο στρατιωτικές αντιπροσωπείες στην Άγκυρα. Ετσι θετικό αποτύπωμα φαίνεται πως είχε επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν, μια επίσκεψη πολύ καλά προετοιμασμένη.

Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν διατήρησαν το επίπεδο συνεννόησης και για τα θέματα που οι δύο χώρες έχουν διαφορετικές θέσεις. Ο Τούρκος πρόεδρος έκανε λόγο για τουρκική μειονότητα στη Θράκη, στο οποίο απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόλις ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο Ερντογάν.

Ο κ. Φενέκος έκανε τη δική του αποτίμηση για τη χθεσινή επίσκεωη του Ερντογάν στην Αθήνα.

«Η συμφωνία έχει πάρα πολλά θετικά. Το ένα είναι ότι δημιουργεί μια καλή βάση για να συνεχιστεί ο διάλογος. Είναι συμφωνία κάλων προθέσεων και το είπε και στο τέλος ότι δεν είναι δεσμευτική και δεν παράγει νόμιμα αποτελέσματα, συνεπώς θα πρέπει να την αξιολογήσουμε επί τη βάσει των αποτελεσμάτων που μπορεί να παράγει. Και άρα, με ένα καλό κλίμα, την εξαιρετική προσέγγιση στις οικονομικές συνεργασίες, γιατί έχουμε να κάνουμε με μια αντίληψη επιχειρηματικότητας και εξωστρέφειας των πρεσβειών και των εξαγωγικών φορέων Ελλάδας και Τουρκίας. Περιμένουμε να δούμε τα μέτρα για την άμυνα που είναι το «αγκάθι», δεν τα έχουμε δει ακόμα, ελπίζω να μην έχουμε δει εκπλήξεις και εκεί. Και το μόνο πράγμα που θα έβλεπα προβληματικό είναι το προτελευταίο άρθρο που υποχρεώνει υποτίθεται και τις δυο χώρες να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες που μπορεί να δυναμιτίσει το κλίμα. Είναι μια παράγραφος που έχει τεθεί και στο παρελθόν και από την πλευρά μας ενώ λειτούργησε θετικά, από την Τουρκία μεταφράστηκε σαν πρόκληση ή απειλή από εμάς κάθε αντίδρασή μας στις επιθετικές προσπάθειές τους», είπε αρχικά.

Αναφορικά με το παρατηρητήριο σε Ελλάδα και Τουρκία και το μεταναστευτικό ο κ. Φενέκος ανέφερε πως, «το ζήτημα του μεταναστευτικού, και στο παρελθόν υπήρχαν τέτοιοι μηχανισμοί που παρατηρούσαν τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η συμφωνία η ευρωπαϊκή, και δεν τηρήθηκε από την πλευρά της Τουρκίας. Και πάντα αυτό είναι το ερώτημα, θα τηρηθεί από την Τουρκία;».

«Το θέμα της Χάγης το έχω ξεχωρίσει σε δυο επίπεδα, το ένα είναι της Ανατολικής Μεσογείου που εμφανίζεται πιο εύκολο η προσφυγή στη Χάγη, και αφορά και άλλες χώρες με αγκάθι να μην αποδεχθεί η Τουρκία τις ρυθμίσεις που μπορεί να γίνουν για την Κύπρο. Όμως στο Αιγαίο το πρόβλημα είναι ουσιαστικό. Λέμε εμείς ότι είναι η υφαλοκρηπίδα και τίποτα άλλο, αλλά φανταστείτε ένα δικαστήριο που να έχει να αποφασίσει για τις ΑΟΖ όταν η άλλη πλευρά διεκδικεί κυριαρχία επί νήσων. Το δικαστήριο σε αυτές τις περιπτώσεις λέει “πάρτε το πίσω, επ’ αυτών των θεμάτων δεν μπορώ να αποφασίσω αν δεν αποφασίσετε εσείς σε ποιον ανήκουν αυτά τα νησιά”. Η προσφυγή στη Χάγη προϋποθέτει ότι θα έχουμε πρώτα συμφωνήσει σε άλλα πράγματα, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο», προσέθεσε αναφορικά με το ζήτημα και την προσφυγή στη Χάγη.

Για το παράθυρο της «συνεκμετάλλευσης», ο κ. Φενέκος υπογράμμισε: «το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης στο Διεθνές Δίκαιο είναι σαφές. Συνεκμετάλλευση προβλέπεται μόνο εκεί που τα κοιτάγματα είναι στις οριακές γραμμές που οροθετούνται τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών. Εκεί ναι το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει έναν βαθμό συνεκμετάλλευσης αλλιώς για να υπάρχει συνεκμετάλλευση επί τη βάσει συμφωνιών είτε είναι ιδιωτικών  είτε οτιδήποτε. Απαιτεί να έχουν τουλάχιστον επί της Αρχής συμφωνήσει οι χώρες για το ποιά περιοχή είναι δικιά τους και ποια δεν είναι. Δεν βλέπω κάποιο φόβο συνεκμετάλλευσης αυτή τη στιγμή».

Και συνέχισε κλείνοντας: «Το ζήτημα της περιοχής πάνω από την Κύπρο είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και δεν ετέθη αυτό το θέμα. Η Τουρκία αντιμετωπίζει την διοίκηση των  Κατεχομένων ως κρατική υπόσταση. Γεννιέται η απορία με την δέσμευση της προτελευταίας παραγράφου, αν η Ελλάδα θα υποστηρίξει τα συμφέροντα της Κύπρου στην ΕΕ ή διεθνώς».


Πηγή