«Κάθε μέρα έφευγε από εδώ, έπαιρνε το ψωμάκι του και πήγαινε πάνω στο μαντρί και καθόταν καμία ώρα, δύο, χάζευε και ερχόταν μετά κάτω. Είχαμε πολλά μαντριά και πήγαινε στα γίδια. Κάηκαν τώρα, πάνε όλα, αλλά συνέχιζε αυτός να πηγαίνει. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, να μάλωνε, να έκανε, τίποτα. Τον αγαπούσαν όλοι».

Ο «Κωστάκης» όπως τον έλεγαν, ζούσε με τον πατέρα του, την αδερφή του και τη μητριά του.

«Τώρα είμαι μόνος μου εδώ στο σπίτι, με παράτησαν όλοι. Είμαι παντρεμένος δεύτερη φορά. Ήταν εδώ η γυναίκα μου εκείνο το διάστημα που εξαφανίστηκε ο Κώστας. Δεν θυμάμαι αν τον είδε, πάντως ήταν εδώ. Η γυναίκα μου λείπει τώρα. Πηγαινοέρχεται στην κόρη της στην Αθήνα. Έψαξα όλο το μέρος στο βουνό. Τα έχω περπατήσει βήμα προς βήμα. Μαλώναμε καμία φορά, αν δεν άκουγε αλλά δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε…».


Πηγή