Ιερά Αγρυπνία επί της εορτής του Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία θα τελεστεί στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Καλυβίων, την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου από ώρα 20:00 και μέχρι 01:00 περίπου.
Παρακαλούνται οι ευσεβείς χριστιανοί όπως προσέλθουν εις την Αγρυπνία αυτήν προς τιμήν του Οσίου Ιακώβου (Τσαλίκη), του Θεοφόρου, καθηγούμενου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ του εν Ευβοία και προς ψυχικήν αυτών ωφέλεια.
Να υπενθυμίσουμε ότι την Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε ομόφωνα την αγιοκατάταξη του μακαριστού π. Ιακώβου Τσαλίκη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ του Γέροντος, του εν Ευβοία. Η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Νοεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος γ΄)
«Χαίρει ἔχουσα, σὲ παραστάτην, ἡ πολύφημος νῆσος Εὐβοίας, καὶ τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ἐπαγάλλεται, ἡ θεία Μάνδρα τὸν τάφον σου ἔχουσα, θεοχαρίτωτε πάτερ Ἰάκωβε, σὺ γὰρ χάριτας, βλυστάνεις ἡμῖν ἑκάστοτε, ὡς ῥεῦμα Παρακλήτου ἀνεπίσχετον».
Ο βίος του Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία
Ο Άγιος Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 μ.Χ. στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς.
Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μ.Χ. μέχρι το 1920 μ.Χ., έπληξαν και την οικογένεια του Αγίου Ιακώβου.
Ο Άγιος Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο τεσσάρων χρονών και την Αναστασία, σαράντα μόλις ημερών, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι πολύ απ’ τους Τούρκους. Τα καράβια της προσφυγιάς που μετέφεραν τους Έλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους από πείνα, δίψα και ψείρα, «πιάσανε» στον Πειραιά. Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε και την οικογένειά του Αγίου έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια.
Στα τέλη του 1925 μ.Χ. η οικογένεια του Αγίου Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά σε κάτι σκηνές και μετά από δύο χρόνια σε μικρά σπίτια και καλλιεργούσαν κτήματα.
Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας του ήταν αιτία, ώστε ο Άγιος Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή, μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας. Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού. Κι έγινε η καταφυγή τους.
Ο Ιάκωβος, το παιδί των 13 και 14 ετών, έγινε σιγά – σιγά ένας μικρός ασκητής. Όλη μέρα στη δουλειά, για το μεροκάματο ή για τις εξυπηρετήσεις των συγχωριανών του, που όλους τους συμπονούσε πολύ και δεν έλεγε όχι σε όποιον και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, και το βράδυ στο σπίτι στην προσευχή και στις μετάνοιες. Στην περίοδο της Κατοχής όμως απ’ την άσκηση, αθέλητα, κινδύνεψε δύο – τρείς φορές η υγεία του, γιατί συνέβη μετά την εβδομάδα της αφαγίας του να βρεθούν πεινασμένα παιδιά τη μια φορά και ανήμποροι γέροι την άλλη, τους έδωσε ό,τι είχε να φάει για τρείς – τέσσερις ημέρες και ο ίδιος έμεινε χωρίς τίποτα.
Στις μαύρες μέρες του 1942 μ.Χ., παλληκάρι τότε είκοσι δύο ετών, ο Άγιος Ιάκωβος πέρασε ένα μεγάλο πόνο και μια μεγάλη λύπη απ’ την κοίμηση της μητέρας του Θεοδώρας, με την οποία είχε πολύ μεγάλο φυσικό και πνευματικό σύνδεσμο και η οποία εκοιμήθη μ’ ένα θάνατο αληθινά οσιακό, προγνωρίζοντάς τον από ειδοποίηση του αγγέλου της τρεις μέρες πριν την κοίμησή της. Η μετά θάνατον όμως εμφάνισή της στον ύπνο του και οι νουθεσίες που του έδωσε ενδυνάμωσαν και παρηγόρησαν την ψυχή του. Συνέχισε έτσι την ίδια ασκητική ζωή μέχρι την ηλικία των είκοσι επτά ετών, οπότε τον πήραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ότι είχε κηρυχθεί ο πόλεμος, υπήρχαν ανώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ανταρτοπόλεμος και δεν τους είχανε καλέσει.
Η εποχή πού πήγε στρατιώτης (1947 μ.Χ.) ήταν η περίοδος του εμφυλίου και αδελφοκτόνου πολέμου στην πατρίδα μας. Με την πίστη του στον Θεό, τις προσευχές και τις δεήσεις του, έχοντας πάντοτε μαζί του το θαυματουργό εικονισματάκι του Αγίου Χαραλάμπη, με τον σεβασμό και την πειθαρχία προς τους ανωτέρους του, την εργατικότητα και τη σεμνότητά του, ξεπέρασε τις ποικίλες δυσκολίες και δοκιμασίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της τριετούς στρατιωτικής του θητείας, αρχικά στο Βόλο κι ύστερα στον Πειραιά.
Aρχική επιθυμία του Αγίου Ιακώβου ήταν να πάει στους Αγίους Τόπους κι εκεί να ζήσει στην Έρημο ως Ασκητής. Θεώρησε όμως καλό πριν ξεκινήσει για τους Άγιους Τόπους να επισκεφθεί το μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ, για να ζητήσει τη βοήθεια και τη μεσιτεία του Οσίου.
Η ολοζώντανη όμως εμφάνιση ενώπιον του με την άφιξή του εκεί του ιδίου του Οσίου Δαυΐδ που τον υποδέχθηκε και η ουράνια και παραδείσια πολιτεία των ασκητών που είδε μπροστά του σε όραμα, αντί του παλαιού και ερειπωμένου Μοναστηρίου που υπήρχε στην πραγματικότητα, τον έκαναν να υποσχεθεί στον Άγιο, ότι θα παραμείνει στη Μονή, όπως και παρέμεινε.
Ο Άγιος Ιάκωβος ξεκινώντας τη μοναχική ζωή έβαλε αρχή απαράβατη την υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία του ηγουμένου, την οποία για να λάβει απαιτείτο πολλές φορές να κάνει κοπιαστικές πορείες τεσσάρων και πέντε ωρών, αφού ο Γέροντάς του ασκώντας και εφημεριακά καθήκοντα ευρίσκετο συχνά στην κωμόπολη της Λίμνης.
Η αγόγγυστη υπακοή αυτή του Αγίου Ιακώβου και ο πύρινος ζήλος με τον όποιο εργαζόταν στην πνευματική και σωματική εργασία μέσα στη Μονή εκίνησαν το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος αρχικά ξεσήκωσε τους παλαιούς ιδιόρρυθμους πατέρες εναντίον του. Θλίψεις, πικρίες και δοκιμασίες πολλές επέτρεψε ο Θεός και τον βρήκαν εξ αιτίας της συμπεριφοράς των πατέρων αυτών. Όμως δεν κάμφθηκε, συνέχισε τον αγώνα του.
Ο Θεός αξίωσε τον Άγιο Ιάκωβο και του μεγάλου χαρίσματος της ιεροσύνης. Η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 18 Δεκεμβρίου του 1952 μ.Χ. στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στη Χαλκίδα και σε ιερέα την επομένη 19 Δεκεμβρίου στο παρεκκλήσι του Επισκοπείου. Ο μητροπολίτης είπε στον Άγιο Ιάκωβο μετά τη χειροτονία του ένα λόγο προφητικό: «Και συ παιδί μου, θά αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει Άγιο η Εκκλησία».
Ως πνευματικός πατέρας διέπρεψε. Κανένας δεν έφευγε από το πετραχήλι του χωρίς να είναι αναπαυμένος και ευχαριστημένος. Με την πολλή του αγάπη θυσιαζόταν για όλους και παρόλο που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, υπέφερε από πολλές αρρώστιες σε κανέναν δεν είπε: «δέν μπορώ να σε δω, να ακούσω το πρόβλημά σου». Από το 1975 μ.Χ., οπότε με θεοφώτιστη απόφαση του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ανέλαβε την ηγουμενία και «ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν», αποκαλύφθηκαν εξ ανάγκης τα πολλά του χαρίσματα που αγωνιζόταν επιμελώς να κρύβει. Η φήμη της Μονής για τα θαύματα του Οσίου Δαυΐδ, τον αγιασμένο ηγούμενο της Άγιο Ιάκωβο, τον ανύστακτο κόπο και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της διαδόθηκε σιγά – σιγά παντού και πλήθη πιστών από την Ελλάδα και το εξωτερικό κατέφθαναν στη Μονή, η οποία έτσι αναδείχθηκε, όπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικής ζωής και φάρος Ορθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας».
Ο Άγιος Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο τριάντα δύο χρόνια. Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεότητα έως το γήρας ίση την προθυμία της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον Όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του. Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων που αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις, πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές που αντιμετώπισαν πολλοί θεοφόροι Πατέρες.
Στη Μονή προσέρχονταν για να τον δουν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και πατριάρχες και αρχιερείς, κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί, άρχοντες και ανώτατοι δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιστήμονες. Όλοι φεύγοντας από τη Μονή κι έχοντας δει τον Άγιο Ιάκωβο αισθάνονταν ότι έφευγαν από ένα είδος Παραδείσου.
Η οσιακή κοίμησή του
Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Αγίου, την οποία προγνώριζε, γι’ αυτό και παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωΐ της 21ης Νοεμβρίου 1991 μ.Χ., εκείνης της τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει».
Και πράγματι στις 4:17 το απόγευμα σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Ο Άγιος άφησε το φθαρτό αυτό κόσμο του πόνου κι έφυγε για την αιώνια ανάπαυση, στο Θεό.
Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, οσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος, άγιος…. είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο.
Αλλ’ ο άγιος Ιάκωβος συνεχίζει και μετά την οσιακή κοίμηση του, όπως το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί με την παρρησία που έχει στο Θεό. Στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες πιστών, που ο Άγιος Ιάκωβος τους βοήθησε. Οι μαρτυρίες αυτές, που περιέχονται σε επιστολές των ίδιων των εύεργετηθέντων ή κατεγράφθηκαν μετά από προφορικές διηγήσεις τους, έχουν σχέση με θεραπείες, ευεργετικές επεμβάσεις, ή μεταθανάτιες εμφανίσεις του Αγίου.
Αρχιμανδρίτη π. Κύριλλου Γεραντώνη, ηγούμενου Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ Ευβοίας: «Ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης της Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991)»
https://www.pemptousia.gr/2021/11/o-agios-iakovos-tsalikis-tis-monis-osi/
Για άρθρα που αναδημοσιεύονται και αναγράφεται η πηγή τους δεν φέρουμε καμμία ευθύνη, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.
agrinio24.gr