Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών πως δεν θυμάται τίποτα από το φονικό. Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι αρχικά στον ανακριτή έλεγε πως θυμόταν ότι πυροβόλησε τους γονείς, όμως τώρα δεν είχε ξεκάθαρη εικόνα.
Τι υποστήριξε ο κατηγορούμενος
«Πηγαίνω στο σπίτι να συζητήσω μαζί τους, αντικρύζω το ζευγάρι να με βρίζει χυδαία ενώ είχα πάρει μαζί μου για να προστατευτώ το όπλο το οποίο το είχα βάλει στη μέση. Λόγω της θολούρας και της έντασης είχα τρελαθεί. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά, οι σφυγμοί μου είχαν ανεβεί, πιαστήκαμε στα χέρια και η γυναίκα ξεκίνησε να με χτυπά. Σκέφτηκα να ρίξω πυροβολισμούς στο κενό για να τους τρομάξω. Αυτή μου τη σκέψη τη θυμάμαι. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα».
«Δείχνει να παραμένει αμετανόητος, να περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο τον τρόπο που αφαίρεσε τη ζωή αυτών των άτυχων θυμάτων», δήλωσε η κα Παναγοπούλου.
Μάλιστα ο 61 ετών κατηγορούμενος τα… έριξε στο ζευγάρι που βρήκε τραγικό θάνατο από τα χέρια του.
«Διαπληκτιζόμουν διαρκώς με το ζευγάρι. Με έβριζαν χυδαία και δημιουργούσαν προβλήματα τόσο σε μένα όσο και στη μητέρα μου που έμενε από πάνω. Μας έκοβαν το νερό και το ρεύμα και δεν μας έδιναν τα ενοίκια. Τους έλεγα συνέχεια να φύγουν και δεν έφευγαν».
«Θεωρώ ότι θα καταγραφεί αυτή η υπόθεση στα εγκληματολογικά χρονικά, τέτοιο άγριο φονικό εδώ στην περιοχή δεν έχει υπάρξει», σημείωσε η κα Παναγοπούλου.
«Πήρα το μωρό στα χέρια παγωμένο»
Ήταν απόγευμα της 3ης Μαρτίου του 2022. Μέσα σε αυτό το σπίτι έγινε το πιο φρικιαστικό έγκλημα των τελευταίων ετών.
Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, ένα 10χρονο αγόρι είχε βγει για την καθιερωμένη βόλτα με το ποδήλατο. Όταν γύρισε σπίτι, δεν του άνοιγε κανείς και έτσι έτρεξε σε αυτήν τη γυναίκα που μένει λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Μου είπε ότι η μητέρα του δεν ανοίγει την πόρτα του σπιτιού που χτυπάει και πως κάτι κακό έχει συμβεί γιατί ήταν άρρωστη. Πήγαν μαζί έξω από το σπίτι και βοήθησε τον μικρό να μπει από το παράθυρο για να δει τι συμβαίνει. Η τραγική φιγούρα αυτού του παιδιού, αντίκρισε στραγγαλισμένο το αδερφάκι του. Είδε το μεγαλύτερο από τα δύο μωρά στην κούνια νομίζοντας ότι είναι ζωντανό, τον έβγαλε από το παράθυρο ήταν παγωμένο», ανέφερε μία γειτόνισσα.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο και εντόπισε τις σορούς του 32χρονου και της 37χρονης συζύγου του σε μία λίμνη αίματος πάνω σε τρέιλερ στην αποθήκη του σπιτιού. Το μόλις 2,5 ετών παιδάκι τους, ήταν νεκρό από τα χέρια του αδίστακτου δολοφόνου ακριβώς δίπλα τους.
«Μετά τον πρώτο πυροβολισμό έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον. Δεν ξέρω τι έκανα. Ξύπνησα όταν άκουσα να χτυπά έντονα η πόρτα. Σκέφτηκα ότι είναι το παιδί. Το είδα και έφυγα. Μετά έχω κενά. Θόλωσα. Το πιο πιθανό υπολογίζω ότι ήθελα να πάω στη δικηγόρο μου. Βρέθηκα στην Πάτρα. Δεν θυμάμαι τίποτα για το περιστατικό», είπε ο μακελάρης της Ανδραβίδας.
Ο κατηγορούμενος ήταν ο άνθρωπος που νοίκιαζε το σπίτι στην άτυχη οικογένεια.
Το ζευγάρι είχε εκμυστηρευτεί σε συγγενείς και φίλους ότι επί μέρες τους άφηνε χωρίς ρεύμα και νερό προκειμένου να τους αναγκάσει να ξενοικιάσουν το σπίτι.
Σήμερα στην απολογία του, διαστρέβλωσε τα παραπάνω και ισχυρίστηκε πως εκείνοι δημιουργούσαν προβλήματα και ήταν ασυνεπείς στο ενοίκιο.
Καταπέλτης η εισαγγελέας της έδρας η οποία δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό αποκαλώντας τον εκτελεστή.
«Βρήκε το ένα αδελφάκι του και μου το έφερε αλλά το παιδί ήταν παγωμένο»
Η κ. Διονυσία, η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας και η γυναίκα που ο 12χρονος της χτύπησε την πόρτα, μίλησε στο LIVE NEWS για την υπόθεση.
«Εκείνη την ημέρα ήρθε ο μικρός και μου είπε πως δεν του ανοίγουν Πήγαμε μαζί και μπήκε από ο παράθυρο με τον φακό από το κινητό του. Βρήκε το ένα αδελφάκι του και μου το έφερε αλλά το παιδί ήταν παγωμένο και μελανιασμένο. Το πήγαμε σε ένα συνεργείο και προσπαθήσαμε να του κάνουμε ΚΑΡΠΑ. Δεν είπα στον μικρό τι έγινε αλλά πως ο αδελφός του είχε λιποθυμήσει. Μετά καλέσαμε την αστυνομία. Όταν ήρθαν τους είπαμε που ήταν το σπίτι και εκεί κατάλαβε ο μικρός τι είχε συμβεί. Τον μακελάρη εγώ δεν τον είχα ξαναδεί. Τον πρώτο καιρό ο μικρός έκανε τρεις μήνες να κοιμηθεί, έβλεπε εφιάλτες. Πηγαίνει στο σχολείο αλλά τα κενά είναι κενά».
Πηγή