«Η εξέταση της κλιματικής επίδρασης αυτών καθ’ εαυτών των τροφίμων συχνά δεν λέει όλη την αλήθεια», υποστηρίζει ο δρ Γκίντο Ράινχαρντ, επικεφαλής της μελέτης του Ινστιτούτου Ενέργειας και Περιβαλλοντολογικής Έρευνας της Χαϊδελβέργης (Institute for Energy and Environmental Research Heidelberg / “ifeu”).
Κατά την έρευνα εξετάστηκε το κλιματικό αποτύπωμα διακοσίων συνολικά τροφίμων και συστατικών γευμάτων, κατανεμημένα σε πέντε ομάδες (φρούτα, λαχανικά, κρέατος, γαλακτοκομικά και υποκατάστατα για χορτοφάγους ή vegan).
Τα φρεσκοκομμένα μήλα, οι τοπικές φράουλες και τα ροδάκινα ανήκουν στα πιο φιλικά προς το κλίμα τρόφιμα που μπορεί να αγοράσει κανείς στα σούπερ μάρκετ, όχι όμως και τα μήλα Νέας Ζηλανδίας, οι χειμωνιάτικες φράουλες ή τα ροδάκινα σε κονσέρβα. Ένας ανανάς που μεταφέρεται στη Γερμανία με αεροπλάνο έχει 25 φορές χειρότερες κλιματικές επιδόσεις από το ίδιο φρούτο που έρχεται με πλοίο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα τοπικά φρούτα και λαχανικά. «Σε πολλές περιπτώσεις, η συσκευασία μιας χρήσεως από μέταλλο ή γυαλί έχει μεγαλύτερη κλιματική επίδραση από το ίδιο το περιεχόμενο. Αυτό ισχύει επίσης για ποτά όπως το κρασί και η μπύρα», επισημαίνει ο Ράινχαρντ. Επιπλέον, στην έρευνα τονίζεται ότι «εάν τα τροπικά δάση εκχερσώνονται για την καλλιέργεια φοινικέλαιου ή αν (όπως συμβαίνει στη Γερμανία) βαλτότοποι μετατρέπονται σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η ισορροπία του κλίματος επιδεινώνεται σημαντικά. Μερικές φορές μάλιστα διπλασιάζονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Το νέο στην έρευνα αυτή δεν είναι η επιβεβαίωση της διαπίστωσης ότι η ατμόσφαιρα επιβαρύνεται από τα προϊόντα καθαυτά, αλλά ότι έγινε για πρώτη φορά μια στοχευμένη σύγκριση ως προς το ποια επιρροή έχουν η παραγωγή, η μεταφορά, η συσκευασία και διάφορες άλλες παράμετροι, όπως η χρήση γης.
«Το σημαντικό είναι ότι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) δεν πρέπει να είναι το μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγησή τους. Η μείωση (πάντως) της κατανάλωσης κρέατος και ζωικών προϊόντων αποτελεί βασική μεταβλητή για μια αειφόρο αλλαγή στη διατροφή μας», τονίζει ο δρ Ράινχαρντ.
Στο δεύτερο μέρος της έρευνας εξετάζεται πόσο φιλικά προς το κλίμα είναι τα διάφορα συνοδευτικά των γευμάτων μας. «Ορισμένα “αποφασίζουν” για το οικολογικό ισοζύγιό τους: Το βοδινό και το ρύζι όχι μόνο έχουν μεγάλη επίπτωση στο κλίμα, αλλά χρειάζονται επίσης πάρα πολύ λίπασμα και νερό για την παραγωγή τους», σύμφωνα με τη μελέτη.
Αντί για βοδινό, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει -ειδικά σε παρασκευές με κιμά- χοιρινό ή την ιδεώδη για το κλίμα σόγια, αφού ένα κιλό της τελευταίας εκλύει μόνο 1 κιλό διοξειδίου του άνθρακα, ενώ ένα κιλό βοδινού κιμά 9,2 κιλά CO2. Επίσης, το ρύζι μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα με ζυμαρικά, πατάτες ή όλυρα/ζέα (ντίνκελ). Καλύτερο οικολογικό ισοζύγιο με περίπου 1,5 κιλό CO2 έχουν φυσικά και τα μπέργκερ με μπιφτέκια λαχανικών σε σχέση με τα βοδινά. Επίσης, ένα κιλό κοτόπουλου είναι «υπεύθυνο» για 5,5 κιλά CO2, το χοιρινό για 4,6 κιλά και τα αυγά για 3,0 κιλά.
Τα κορυφαία 5 πιο φιλικά προς το κλίμα τρόφιμα είναι:
– Καρότα και λευκό λάχανο. Φρέσκα και μη συσκευασμένα, έχουν το χαμηλότερο αποτύπωμα CO2 από τα 200 τρόφιμα που εξετάστηκαν: η παραγωγή ενός κιλού από παράγει αντίστοιχα μόλις 0,1 κιλό CO2.
– Ακολουθούν τα μήλα, οι φράουλες, το μπρόκολο, τα πράσα, τα κολοκυθάκια, το σπανάκι, οι πατάτες, τα κολοκύθια, το μαρούλι και η ρόκα: ένα κιλό από αυτά (φρεσκοκομμένων) δεν εκπέμπει πάνω από 0,3 κιλά CO2.
– Την τρίτη θέση καταλαμβάνουν τα υποκατάστατα γάλακτος. Η παραγωγή ενός κιλού γάλακτος φυτικής προέλευσης από βρώμη, όλυρα/ζέα (Dinkel) ή αμύγδαλο εκλύει 0,3 κιλά CO2, δηλαδή σημαντικά λιγότερο από το αγελαδινό (1,5 κιλό). Παρεμπιπτόντως, το βούτυρο (ένα κιλό) εκλύει περίπου 10 κιλά και το τυρί 7,2 κιλά CO2.
– Στη συνέχεια βρίσκονται το ψωμί και τα προϊόντα σιτηρών: ένα κιλό εκλύει μόλις 0,6 κιλά CO2. Το ίδιο ισχύει και για άλλα προϊόντα δημητριακών (ζυμαρικά ή πλιγούρι).
– Στην πέμπτη θέση βρίσκονται οι πηγές φυτικών πρωτεϊνών. Η σόγια, οι φακές ή οι ξηροί καρποί υπερέχουν κατά πολύ των ζωικών. Ένα κιλό φακής, για παράδειγμα, παράγει 1,3 κιλά CO2 και ένα κιλό φιστίκια παράγουν μόνο 0,8 κιλά διοξειδίου του άνθρακα.
Τι ισχύει όμως για τα βιολογικά προϊόντα; Πολλοί θα εκπλαγούν, αλλά ειδικά τα βιολογικά ζωικά προϊόντα έχουν χειρότερο κλιματικό αποτύπωμα από το κρέας, το γάλα ή τα αυγά τα οποία προέρχονται από τη συμβατική γεωργία.
«Τα βιολογικά προϊόντα δεν σώζουν το κλίμα», όπως επισημαίνει ο δρ Γκίντο Ράινχαρντ. Η παραγωγή λχ ενός κιλού βιολογικού βοείου κρέατος εκλύει κατά μέσο όρο 21,7 CO2, ενώ το συμβατικό μόνο 13,6 κιλά. Ο λόγος είναι ότι τα βιολογικά αγροκτήματα επειδή έχουν χαμηλότερη παραγωγή και επομένως απαιτούνται περισσότερα εκτάρια γης και ανάλογη άρδευση, χρειάζονται περισσότερο χώρο, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερες εκπομπές CO2.
Συνολικά, ωστόσο, οι κλιματικές και οικολογικές συνέπειες «αντισταθμίζονται από τη σημαντικά χαμηλότερη χρήση φυτοφαρμάκων, την πιο βιώσιμη διαχείριση του εδάφους και τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα», σύμφωνα με την έρευνα.
Πηγή