Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από τη σύλληψή του, ο φερόμενος ως μητροκτόνος επέμενε με σταθερότητα στην άρνηση κάθε εγκληματικής ενέργειας, ακόμη κι όταν οι αποκαλύψεις του «Τούνελ» είχαν πλέον αποδομήσει πλήρως το σενάριο του «ατυχήματος».
Η τελευταία επικοινωνία του με την Αγγελική Νικολούλη, σήμερα, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Όχι μόνο γιατί έγινε λίγο πριν του περάσουν χειροπέδες, αλλά κυρίως γιατί πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που η έρευνα των Αρχών βρισκόταν στο τελικό της στάδιο.
Ύστερα από μια βαθιά, επίμονη και πολύμηνη δημοσιογραφική έρευνα, η Αγγελική Νικολούλη τον ενημέρωσε ξεκάθαρα πως τα νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι η φωτιά που απανθράκωσε τη μητέρα του ήταν από δολοφονικό χέρι.
Όταν η δημοσιογράφος τον κάλεσε να σκεφτεί ποιος θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στο διαμέρισμα, εκείνος φάνηκε αμήχανος, αποφεύγοντας να δώσει σαφή απάντηση:
«Δεν ξέρω, τι να πω… να μάθουμε πρώτα τα στοιχεία, τι είναι αυτά που βρήκαν. Πιστεύω ότι από την πρώτη μέρα τα έψαξαν όλα. Είχαν κάνει τη δουλειά τους καλά οι άνθρωποι σίγουρα. Αποκλείεται να είχαν υποψία και να μην τα έψαξαν όλα. Δε θέλω να μαντεύω, ούτε να βάζω με το μυαλό μου τίποτα, γιατί ξέρω ότι οι άνθρωποι που πέρασαν από το σπίτι ήταν όλοι εκλεκτά παιδιά και είχε έρωτα μαζί τους η μητέρα μου. Τα αγαπούσε. Δε μπορώ να σκεφτώ κακό για κανέναν».
Παρά τις συνεχείς επισημάνσεις της Αγγελικής Νικολούλη ότι όλα συγκλίνουν πλέον σε έναν μαρτυρικό θάνατο μέσα στις φλόγες και ότι η αλήθεια πρέπει να αποκαλυφθεί και οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν, εκείνος παρέμενε αμετακίνητος:
«Βασικά το αποκλείω. Αν έχετε κάποια στοιχεία παραπάνω που δεν ξέρω, να μου τα πείτε, θα το ήθελα».
Μιλούσε για υποθέσεις «στα τυφλά», δήλωνε πως περιμένει την ολοκλήρωση του πορίσματος και τόνιζε ότι, με τη δική του λογική, το ενδεχόμενο δολοφονίας από ανθρώπους του περιβάλλοντος της μητέρας του ήταν «απίθανο».
Η δημοσιογράφος επέμενε ότι μία τέτοια άγρια εγκληματική ενέργεια είναι άξια παραδειγματικής τιμωρίας.
«Κι εγώ και ο καθένας στη θέση μου, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήθελε να τιμωρηθεί ο άνθρωπος που το έκανε, αλλά το θεωρώ απίθανο από τους ανθρώπους που πέρασαν από το σπίτι μας».
Όταν η συζήτηση έφτασε στο ερώτημα του πιθανού κινήτρου, η απάντησή του ήταν κατηγορηματική:
«Κανένας. Δεν υπήρχε κανένα κίνητρο από κανέναν. Δεν θέλω να το συζητήσω άλλο».
Ωστόσο, η επιμονή του στην άρνηση συνοδευόταν από προσκόλληση σε τεχνικές λεπτομέρειες της φωτιάς, τις οποίες ανέφερε με ένταση.
Προσπάθησε μάλιστα να αποδομήσει τα στοιχεία της έρευνας των Αρχών.
«Και αυτό το περίεργο φαινόμενο με τη φωτιά, πώς επιβίωσε το ύφασμα ιδίως αν ήταν εμποτισμένο με εύφλεκτο υλικό ; Kαι το χέρι… το χεράκι της ήταν σαν ζωντανό, με το μανικιούρ, δεν ήταν καν μαυρισμένα, τσουρουφλισμένα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ και σίγουρα το έχουν φωτογραφίσει. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο αυτό».
Λίγες ημέρες μετά από αυτή τη συνομιλία, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες.
Η σύλληψή του έμελλε να δώσει ένα δραματικό τέλος την ώρα που ο ίδιος απέκλειε κάθε εγκληματική ενέργεια. Το «Τούνελ», για ακόμη μία φορά, είχε φέρει την αλήθεια στην επιφάνεια.
Πηγή
















