Ηταν το μακρινό 2005 όταν ένας πετυχημένος επιχειρηματίας από την Αιτωλοακαρνανία που ελέω της φτώχειας και της Χούντας κλήθηκε να φύγει από την Ελλάδα με προορισμό τη Σουηδία ώστε να αναζητήσει εκεί μία καλύτερη τύχη, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη με σκοπό να προσφέρει στον τόπο του.
Στο Αγρίνιο όμως… δεσπόζει ο Παναιτωλικός και κάπως έτσι άρχισε να ξεδιπλώνεται το κουβάρι της ιστορίας. Ο Φώτης Κωστούλας δεν χρειάζεται συστάσεις και το αποτύπωμα που έχει αφήσει στα «καναρίνια» και το ελληνικό ποδόσφαιρο ευρύτερα θα παραμείνει ανεξίτηλο στον χρόνο. Πήρε μία ομάδα που τα περιουσιακά της στοιχεία… στοιβάζονταν σε μία σακούλα και πλέον συγκαταλέγεται στις «μόνιμες δυνάμεις» του εγχώριου football, ενώ παράλληλα διαθέτει και εξαιρετικές εγκαταστάσεις, γήπεδο αλλά και προπονητικό.
Ο Φώτης Κωστούλας άλλαξε το ρου του club, το ήθος και τα «πιστεύω» του αποτελούν σημείο αναφοράς και οι πράξεις του, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, «μιλούν» χωρίς περαιτέρω λόγια ή αναλύσεις.
Ωστόσο την ίδια στιγμή έχει από καιρό εκφράσει την πρόθεση να απεμπλακεί και να προκύψει στην ομάδα μία διάδοχη κατάσταση που θα εγγυάται την ομαλή μετάβαση στο μέλλον. Άλλωστε τα 20 συναπτά έτη αδιάλειπτης προσφοράς και παράλληλης προσωπικής οικονομικής επιβάρυνσης δεν είναι λίγα. Κάθε άλλο…
Μέχρι στιγμής όμως το status quo παραμένει το ίδιο και το Gazzetta μίλησε με τον ισχυρό άνδρα του club όχι για το «χθες» αλλά για το «σήμερα» και το «αύριο» του Παναιτωλικού. Κυρίως όμως επιχειρήσαμε να αναζητήσουμε τον άνθρωπο Φώτη Κωστούλα και το πώς σκέφτεται αλλά και νιώθει ο μεγαλομέτοχος του συλλόγου. Βλέπετε υπάρχει και η συγκεκριμένη παράμετρος, που απέχει παρασάγγας από τα «καθαρά» αγωνιστικά ζητήματα.
-Εύλογη απορία όλων, μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησής σας με το ποδόσφαιρο. Εχετε μετανιώσει που αποφασίσατε να εμπλακείτε;
«Αν ήξερα όλες αυτές τις παθογένειες που υπάρχουν στο ποδόσφαιρο, ίσως και να μην ασχολούμουν. Αν ήξερα πως είναι έτσι, μάλλον δεν θα το έκανα. Αλλά αυτό πέρασε μετά από τόσα χρόνια. Γιατί έχει πολλές παθογένειες το ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχει δημοκρατία και αυτό με ενοχλεί, θεωρώ πως όταν συμβαίνει αυτό δεν βγαίνει ποτέ σε καλό. Δεν ήξερα όμως. Το να είσαι μάντης εκ των υστέρων δεν αλλάζει τίποτα, βέβαια με απασχολεί καμιά φορά ως σκέψη».
-Ήταν η αγάπη σας για το Αγρίνιο που σας έφερε στον Παναιτωλικό;
«Εγώ μπήκα τότε στην ομάδα για να τη βοηθήσω επειδή ήταν σε πτώχευση. Μου είπαν κάποιοι γνωστοί να το κάνω αν μπορώ και αποφάσισα να ασχοληθώ για 2-3 χρόνια. Σκοπός μου ήταν να μπουν τα πράγματα σε μία σειρά και να φύγω, ώστε να αναλάβουν κάποιοι άλλοι. Σε αυτή τη φάση είμαστε ακόμη. Δεν θέλησε να αναλάβει κανένας άλλος. Το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ το άθλημά μου, περισσότερο το έκανα για το Αγρίνιο. Να βοηθήσω λίγο και να φύγω αλλά κόλλησα. Αυτό το κόλλημα δεν έχω καταλάβει ακόμα πως έγινε. Ελπίζω πως δεν θα μείνω για πολύ ακόμα».
-Θυμάστε το πρώτο παιχνίδι του Παναιτωλικού που παρακολουθήσατε σαν φίλαθλος;
«Ηταν πολύ παλιά. Στο δημοτικό ακόμη. Προσπαθούσαμε να μπούμε μαζί με κάποιον μεγαλύτερο, γιατί τότε μπορούσε να μπουν ένας πατέρας με το γιο του. Του λέγαμε, θα με πάρεις και εμένα (σ.σ. γέλια)».
-Αισθάνεστε τον Παναιτωλικό σαν παιδί σας; Ενηλικιώθηκε πια… Είναι 20 ετών στα «χέρια» σας.
«Εβαλα και εγώ ένα λιθαράκι για να εξελιχθεί. Να ξεφύγει από το ερασιτεχνικό που ήταν και αυτό δεν προσέφερε μεγάλη χαρά στον κόσμο. Μαζί με τους συνεργάτες μου βάλαμε την ομάδα σε άλλο επίπεδο και ο κόσμος το αγκάλιασε μετά από χρόνια. Ηταν σαν ένα παιδί που μεγάλωσε, ναι».
-Τα πρώτα χρόνια υπήρξε η οποιαδήποτε βοήθεια από τους τοπικούς φορείς;
«Αν μιλήσω για πολιτικούς… χαμένη συζήτηση. Οταν ήμασταν στη Γ’ Εθνική και πουλούσαμε διαρκείας, έμαθα κάποια στιγμή ότι έμπαιναν πολλοί πολιτικοί χωρίς να πληρώνουν και ρώτησα: ‘Γιατί δεν πληρώνουν αυτοί;’. Μου είπαν πως ήταν πολιτικοί και αναρωτήθηκα πώς δεν μπορεί να μην πληρώνει εισιτήριο να δει τον Παναιτωλικό ένας πολιτικός που παίρνει τόσα λεφτά, αλλά αντίθετα μπορεί να το πράξει ο εργάτης που παίρνει 600 ευρώ το μήνα. Μόνο ένας πολιτικός έπαιρνε διαρκείας. Μου… γύρισε το μυαλό και λέω ότι την επόμενη χρονιά θα πληρώνουν και εκείνοι. Την επόμενη χρονιά λοιπόν δεν υπήρχε κανένα διαρκείας από πολιτικό και μάλιστα οι τοπικές αρχές βρέθηκαν απέναντι και όχι δίπλα μας σχεδόν σε ο,οτιδήποτε τους ζητούσαμε».
Πηγή