Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Καλλινίκου, Μητροπολίτου Ἐδέσσης, τοῦ θαυματουργοῦ, δημοσιεύω ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ποὺ ἔκανα στὰ πλαίσια τῶν ἑορτῶν «Δημήτρια 2020» τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Μπραχαμίου) τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
***
Τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας θὰ εἶναι, ὅπως μοῦ ἐδόθη «Ο Γέροντάς μου Ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης».
Τὸν γνώριζα περίπου 20 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐφηβική μου ἡλικία καὶ στὴ συνέχεια μετά τὴν ἀποφοίτησή μου ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σχολὴ, πῆγα κοντά του στὴν Ἐδεσσα καὶ ἔμεινα μαζί του μέχρι τὴν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του, ποὺ τοῦ ἔκλεισα τὰ μάτια του.
Ἔχω γράψει ἐκατοντάδες σελίδες γιὰ αὐτόν ἀλλά στὴν ὁμιλία αὐτή θὰ τονίσω μερικά ἐκφραστικά σημεία.
1. Καθηγητής στήν ἐμπειρική θεολογική Σχολή
Στόν Γέροντά μου, τόν ἅγιο Καλλίνικο, γνώρισα πάρα πολύ καλά αὐτό πού λέω ἔκτοτε καί γράφω σέ ὅλα τα βιβλία μου, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι μία πνευματική ἰατρική ἐπιστήμη. Τό γράφω, τό λέω, τό ἔχουν πεῖ καί ἄλλοι αὐτό, ἀλλά ἐγώ τό ἔζησα στήν πράξη.
Λέμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν ὁμοιάζει μέ τήν φιλοσοφία, οὔτε μέ κάποιες ἄλλες ἐπιστῆμες, ἀλλά ὁμοιάζει περισσότερο μέ τήν ἰατρική, γιατί ἡ ἰατρική θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
Στήν Ἰατρική Σχολή πηγαίνουν οἱ φοιτητές καί διδάσκονται τήν θεωρητική ἐπιστήμη, τήν ἀνατομία τοῦ σώματος, τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος, τήν θεραπεία τοῦ σώματος, ἀλλά δέν ἀρκεῖ κανείς νά μάθη θεωρητικά γύρω ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη, θά πρέπει συγχρόνως νά κάνη στήν συνέχεια ἐργαστήρια κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν καί μετά νά κάνη καί πρακτική ἄσκηση σέ κλινικές, προκειμένου νά μάθη καί στήν πράξη τί εἶναι αὐτή ἡ ἐπιστήμη καί τί θά πῆ ἀσθένεια καί θεραπεία. Καί ὅταν κανείς τελειώνη τήν Ἰατρική Σχολή, πηγαίνει σέ ἕνα Νοσοκομεῖο γιά νά ἐργασθῆ, νά λάβη τήν εἰδικότητά του γιά πολλά χρόνια καί μετά γίνεται ἰατρός καί μπορεῖ νά ἀσκήση τό ἐπάγγελμά του.
Αὐτό ἀκριβῶς γίνεται καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Λέμε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι πνευματική ἰατρική ἐπιστήμη καί τό λέμε αὐτό, ὄχι ἁπλῶς θεωρητικά, ἀλλά καί πρακτικά.
Ὅταν τελείωσα, λοιπόν, τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ὁ Μητροπολίτης Καλλίνικος μέ κάλεσε νά πάω κοντά του καί ἐγώ ἀνταποκρίθηκα στό κάλεσμα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε ἤδη ἐκλεγῆ Μητροπολίτης. Τόν γνώριζα ἀπό δεκαπέντε χρονῶν, ὅταν ἤμουν στό Ἀγρίνιο, ὅπου σπούδαζα στό Γυμνάσιο, ἐνῶ κατάγομαι ἀπό τά Γιάννενα. Τέσσερα χρόνια τελείωσα στό Ἀγρίνιο, καί στήν Μητρόπολη αὐτή ὁ Καλλίνικος ἦταν Πρωτοσύγκελλος. Ἐκεῖ τόν γνώρισα τέσσερα χρόνια, καί μετά δεκαπέντε χρόνια στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
Ὅταν πῆγα κοντά του αἰσθάνθηκα ὅτι ἔφευγα ἀπό μία Θεολογική Σχολή, μία Σχολή ἀκαδημαϊκή, καί πῆγα σέ μία ἐμπειρική Θεολογική Σχολή, ὅπου θά ἔκανα τήν πρακτική μου ἐξάσκηση, ὅπου θά ἔκανα τήν πρακτική ἐφαρμογή αὐτῶν πού διδάχθηκα θεωρητικά, ὥστε νά μάθω τήν θεολογία στήν πράξη.
Ὅταν πῆγα, λοιπόν, τοῦ εἶπα τήν πρόθεσή μου νά γίνω μοναχός, ἱερομόναχος, καί ἐκεῖνος ἀμέσως μοῦ συνέστησε νά διαβάσω τό «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, δηλαδή τό «περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Αὐτό ἔδειχνε τό τί αἴσθηση εἶχε τῆς μοναχικῆς ζωῆς, πόσο μοναχός ἦταν, ὅπως θά δοῦμε καί στήν συνέχεια. Τό διάβασα αὐτό γιά νά μάθω τί θά πῆ ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά ἄρχισα σιγά-σιγά νά κάνω κηρύγματα. Στήν ἀρχή ἦταν δάσκαλος χωρίς νά τό ἐκφράζη, χωρίς νά φαίνεται ὅτι εἶναι δάσκαλος, ἀλλά μέ δίδασκε μέ τίς πράξεις, μέ τά λόγια, μέ τήν σιωπή, μέ τίς ἔξυπνες συμβουλές τίς ὁποῖες μοῦ ἔδινε, ἀκούγοντας τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κήρυττε. Μετά ἄρχισε νά μέ διδάσκη γιά τό πῶς πρέπει νά ἑτοιμάζω τό κήρυγμα.
Μοῦ ἔλεγε ὅτι δέν μπορεῖς νά ἀναβαίνης στόν ἄμβωνα καί νά λές ὅ,τι θέλεις, ἀλλά πρέπει νά προετοιμάζεσαι. Καί ἡ προετοιμασία εἶναι πρῶτα νά βρῆς τήν θεματική πρόταση, νά βρῆς ἕνα θέμα πού θά ἀναπτύξης, νά βρῆς μία πρόταση, νά γράψης μία πρόταση πού εἶναι τό θέμα σου -αὐτό σημαίνει θεματική πρόταση- καί μετά νά ἀρχίσης πάνω σέ αὐτήν νά ἐργάζεσαι, ὥστε νά περιορίσης τό θέμα καί νά μήν μιλᾶς γιά ὅλα τά θέματα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό κάνουν πολλοί Ἱεροκήρυκες.
Στήν συνέχεια ἄρχισα νά βλέπω σέ αὐτόν καί νά εἰσάγομαι στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔβλεπα ἕναν μυσταγωγό Ἱεράρχη, ἕναν Ἐπίσκοπο πού λειτουργοῦσε μέ κατανυκτικότητα καί καταλάβαινα τί εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Σιγά-σιγά μέ ἐμύησε στήν ἐμπειρική δογματική, μέ τό νά μαθαίνω ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἐμπειρικά. Τό ἴδιο ἔγινε καί στήν ποιμαντική, δηλαδή μέ δίδασκε τί πρέπει νά κάνη ὁ Ἱερέας, πῶς νά ἐργάζεται στό ποίμνιό του. Καί δέν μοῦ τά δίδασκε μέ κάποιον τρόπο θεωρητικά, διδασκαλικά. Δηλαδή, δέν καθόταν ἐκεῖνος σέ ἕνα τραπέζι καί ἐγώ σέ μία καρέκλα καί μοῦ ἔλεγε ὅλα αὐτά, ἀλλά τά ἔβλεπα στήν πράξη καί ὅπου χρειαζόταν, γινόταν ἐξήγηση. Τά ἔβλεπα, γιατί αὐτός ἦταν ἕνας ἐνσαρκωμένος ἐμπειρικός θεολόγος καί ἡ κάθε κίνησή του ἦταν πραγματικά θεολογική.
Ἔμαθα, λοιπόν, τήν ποιμαντική, ἀλλά ἔμαθα καί τήν ἑρμηνευτική τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, καί ἐπαναλαμβάνω ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας ὑπέροχος δάσκαλος. Πολλές φορές τό ἔκανε αὐτό χωρίς νά μιλᾶ, μέ τήν σιωπή του, μέ τό παράδειγμά του, μέ τήν ταπείνωσή του, μέ τήν ἀγάπη του, μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι πραγματικά γνώστης τῶν πραγμάτων καί τά βιώνει, μοῦ τά μετέδιδε καθημερινά μέ τήν σιωπή καί τόν λόγο.
Γιατί, θά τό ξέρετε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά μάθη θεολογία, νά μάθη τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν βρῆ ἕναν ἄνθρωπο πού νά ἔχη αὐτήν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅλη ἡ ζωή του, ἀλλά καί ἡ ζωή μου κοντά του ἦταν μία μύηση στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἦταν μία ζωή χωρίς λόγια, μία ζωή μέ ἀγάπη, ἐπαναλαμβάνω, καί μέ ἐλευθερία.
Μοῦ ἔδειξε αὐτό τό ἄνοιγμα, δέν μέ κράτησε στόν ἑαυτό του, ὅπως κάνουν μερικοί πνευματικοί πατέρες πού κρατοῦν τά πνευματικά παιδιά στόν ἑαυτό τους. Δέν μέ κράτησε στόν ἑαυτό του, μοῦ ἔδωσε τήν ἐλευθερία νά πηγαίνω στό Ἅγιον Ὄρος, νά γνωρίσω τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, στήν συνέχεια τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἁγιορείτη, πού ἐκοιμήθη στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας. Καί μέ παρότρυνε νά πηγαίνω σέ αὐτούς καί ὅταν ἐπέστρεφα, ἐξέφραζε τήν χαρά του καί μοῦ ἔλεγε: «Πές μου τί σοῦ εἶπαν αὐτοί οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι γιά νά ὠφεληθῶ καί ἐγώ». Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη ταπείνωση πού εἶχε, καί αὐτή ἡ ταπείνωση εἶναι ἕνα δεῖγμα τῆς ἁγιότητος.
2. Ἁγιορείτης στήν καρδιά
Γιά νά φύγω λίγο ἀπό τά προσωπικά, πρέπει νά πῶ ὅτι ὁ ἅγιος Καλλίνικος ἦταν Ἁγιορείτης κατά τήν καρδία. Δέν εἶχε πάει ἀπό τά μικρά του χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος, δέν εἶχε γίνει μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε μοναχός σέ Ἱερά Μονή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. Ἀπό μικρό παιδί μεγάλωσε κοντά στό Θέρμο, κοντά στά μέρη πού γεννήθηκε καί μεγάλωσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γι’ αὐτό τόν ἀγάπησε τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί ὁμιλοῦσε πολύ συχνά γι’ αὐτόν.
Στό χωριό του τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν Κατηχητικά Σχολεῖα, δέν συμμετεῖχε ὁ ἴδιος σέ Κατηχητικά Σχολεῖα, στίς λεγόμενες Χριστιανικές Ὁμάδες, δέν μπῆκε σέ αὐτήν τήν προοπτική, ἀλλά μεγάλωσε μέσα στόν Ναό τῆς Ἐνορίας του, ἦταν παιδί της Ἐνορίας του. Γιατί Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ στά Σιταράλωνα τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, κοντά στό Θέρμο, ἦταν ὁ παππούς του ὁ Παπα-Θανάσης, ἕνας εὐλαβής Ἱερέας. Κοντά του ἔζησε αὐτήν τήν ἐσωτερική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στό Ἱερό Βῆμα, στό Ἀναλόγιο, στίς ἱερές Ἀκολουθίες.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ Παπα-Θανάσης, ὁ παππούς του δηλαδή, εἶχε πάει στό Ἅγιον Ὄρος στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, τήν δεκαετία τοῦ 1920. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἐξάδελφος τῆς πρεσβυτέρας του, ὁ π. Παΐσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἐμπειρικός ὀδοντίατρος, ἐξυπηρετοῦσε τούς μοναχούς, καί ἦταν πολύ εὐλαβής. Ὁ παππούς του πήγαινε στίς Καρυές στόν π. Παΐσιο καί ἀπό κεῖ μετέφερε ὅλη τήν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Ἐνορία του καί στήν οἰκογένειά του.
Καί ἔτσι ὁ Δημήτριος, ἔτσι ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα, ἀπό μικρό παιδί ζοῦσε μέσα στήν Ἐνορία, σέ μιά ἀτμόσφαιρα Ἁγιορείτικη. Ὁ ἴδιος πολλές φορές θυμόταν αὐτά τά γεγονότα καί τά διηγεῖτο. Καί ὅταν μετά ὡς Μητροπολίτης πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, μιλοῦσε γιά τό πῶς γνώρισε ἀπό μικρό παιδάκι τό Ἅγιον Ὄρος, διά μέσου τοῦ παπποῦ του ἱερέως. Καί τόν παρεκάλεσε ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Καψάνης, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, νά τά γράψη αὐτά καί τά ἔγραψε. Καί ἔτσι ἔχουμε ἕνα γραπτό κείμενο πού παρουσιάζει τό πῶς ἀπό τήν μικρή του ἡλικία, ἀπό τά μικρά του χρόνια, ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο, ἴσως καί ἀπό τά νήπια, μυήθηκε σέ αὐτήν τήν ἁγιορείτικη ζωή. Γι’ αὐτό καί ἦταν πραγματικά ἕνας Ἁγιορείτης κατά τήν καρδία. Ὁ ἴδιος γράφει στίς ἀναμνήσεις του αὐτές:
«Μετέβη ὁ Πάππος μου εἰς τό Ἅγιον Ὄρος μέ τά δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τουλάχιστον δύο φορές, ὅπως μένω μέ τήν ἐντύπωσιν καί ἐκάθισε ἀνά μήνα κάθε ταξίδιον.
Τόν συνεκλόνισαν μέχρι δακρύων οἱ Ἱεραί ἀκολουθίαι, αἱ ἀγρυπνίαι καί γενικῶς τό Τυπικόν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τόσο πολύ ἐνεθουσιάσθη, ὥστε ἐφήρμοζεν εἰς τήν Ἐνορίαν του ἐν μέρει τό Τυπικόν τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ἐνθυμοῦμαι κάλλιστα, συνεχίζει ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ὅτι μέ ἐξυπνοῦσε “Ορθρου βαθέος” τάς Κυριακάς γιά τόν Ὄρθρον καί τήν Θείαν Λειτουργίαν. Τό Μεσονυκτικόν ἀπαραίτητον. Τό Ψαλτήριον ὑποχρεωτικόν. Οἱ Κανόνες ἅπαντες ἀνεγινώσκοντο. Ἔλεγεν ὁ ἀείμνηστος: “Εἰς τήν Ἁγίαν Πρόθεσιν ὑπάρχει ἕνας ἄγγελος ὁ ὁποῖος γράφει ὅσα παραλείπει ὁ Ἱερεύς”. Ἡ Θ΄ Ὥρα, τά Θοῦ, Κύριε κλπ. ἦσαν ὑποχρεωτικά, καθώς βεβαίως καί τό Ἀπόδειπνον. Εἰς τόν Ἱερόν Ναόν εἶχε καί Θεοτοκάριον. Ἡ τάξις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπέδρασε μεγάλως ἐπ’ αὐτοῦ.
Τοῦ ἔκαμαν μεγάλην ἐντύπωσιν οἱ ἁγιορεῖται, ὡμιλοῦσε δέ εὐφήμως περί τινος μοναχοῦ Σάββα ἐπωνομαζομένου. Τόσον εἶχε συγκινηθῇ, ὥστε, ὁσάκις ἦταν στενοχωρημένος (ὁ παππούς του) διά διάφορα θέματα τῆς ζωῆς, ἀνεκουφίζετο, ὅταν ἐνεθυμεῖτο τά τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Μέσῳ ἀσφαλῶς τοῦ Πατρός Παϊσίου συνεδέθη ὁ ἀείμνηστος μέ τόν Ἁγιορειτικόν Οἶκον Ἀδελφῶν Ἀνανίου Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης.
Πηγή εὐλογίας διά τήν οἰκογένειά μας ἡ γνωριμία αὐτή. Ἀδελφοί τῆς Συνοδείας αὐτῆς καί δή ὁ σεβαστός π. Κύριλλος, τόν ὁποῖο ἐνθυμοῦμαι κάλλιστα καί ἕνας ἄλλος ἀδελφός, ἐάν δέν ἀπατῶμαι π. Γεράσιμος, ἤρχοντο κατά περιόδους εἰς τήν Περιφέρειάν μας, χάριν πωλήσεως Ἱερῶν Εἰκόνων.
Ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, οἱ γονεῖς μου καί τά τέκνα αὐτῶν (ὀκτώ (8) τόν ἀριθμόν), ὑποδεχόμεθα μετά πολλοῦ σεβασμοῦ καί ἀνυποκρίτου ἀγάπης τούς Ἁγιορεῖτας.
Μᾶς ἐνεθουσίαζον τά δῶρα των (σταυροί, ξυλόγλυπτες εἰκόνες ἐντός ξυλίνων κυτίων, καί θυμίαμα μέ χρῶμα καστανόμαυρον).
Ἐμαζευόμεθα ὅλοι εἰς τό πλατύσκαλον τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ σπιτιοῦ μας καί μετ’ ἄκρας εὐλαβείας ἐβλέπομεν καί ἀκούομεν. Μοῦ ἔκαμεν ἐντύπωσιν τό «καπί», τό ὁποιον φοροῦσαν καί ὁ καλογερικός σκοῦφος. Ἰδιαιτέρως ἠρωτήσαμεν τόν ἀείμνηστον Πάππον μας, διατί δέν φοροῦν καλυμαύχιον οἱ Ἐπισκέπται αὐτοί. Καί ὁ ἀείμνηστος ἐξεφράζετο μετά θαυμασμοῦ: «Αὐτοί εἶναι Ἁγιορεῖται». Ἀνώτεροι, δηλαδή. Τρόπον τινά δέν συγκρίνονται οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Κληρικοί μέ τούς Ἁγιορείτας.
Ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν, συνεχίζει ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ἐπροξένει καί μάλιστα εἰς ἡμᾶς τά παιδιά τό ὅτι ὡμιλοῦσε μόνον ὁ π. Κύριλλος. Ὁ ὑποτακτικός ἦτο ἀμίλητος, πρᾶγμα ἀκατανόητον δι’ ἡμᾶς τά παιδιά τά ὁποῖα συνεχῶς ὡμιλούσαμε. Ὁ παππούς μᾶς ἔλεγεν ὅτι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας. Ἐνθυμοῦμαι ἐπίσης καλῶς, ἄν καί ἐπέρασε σχεδόν μισός αἰών, ὅτι ἔλεγεν ὁ ἀείμνηστος π. Κύριλλος, πώς ὑπάρχει ἁμαρτία πολλή εἰς τόν κόσμον. Ποῦ νά ζοῦσε σήμερον!!
Τοιαύτη ἦτο ἡ ἐκτίμησις καί ὁ σεβασμός τῆς οἰκογενείας μας πρός τούς Ἁγιορεῖτας Μοναχούς, ὥστε τό νερό τῆς σκάφης ἀπό τό πλύσιμο τῶν ρούχων των ἔρριπτον ἡ γιαγιά μου καί ἡ μητέρα μου εἰς ἄβατον τόπον, διότι προήρχετο ἀπό τά ροῦχα ἁγίων ἀνθρώπων.
Αὐταί αἱ σκέψεις μοῦ ὑπενθυμίζουν ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἔχει τεραστίαν ἐπίδρασιν στόν Ἑλληνικόν χῶρον καί ἐκτός αὐτοῦ».
Αὐτά πού σᾶς διάβασα τά ἔχει γράψει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Καλλίνικος καί δείχνει τό πῶς μεγάλωσε ἀπό τήν μικρή του ἡλικία μέ τό ἁγιορείτικο ἦθος. Γι’ αὐτό καί πολλές φορές ὅταν πήγαινε στό Ἅγιον Ὄρος, ἔλεγε: «Ἐγώ δέν μεγάλωσα πνευματικά στό Ἅγιον Ὄρος, μοναχικά, ἀλλά εἶμαι Ἁγιορείτης κατά τήν καρδία». Καί ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες, ὅταν τόν ἔβλεπαν χαίρονταν, γιατί ἔμοιαζε μέ ἕναν Ἁγιορείτη Μοναχό. Κι ἔτσι νομίζω ὅτι εἶχε ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ἑνός Ἁγιορείτου Μοναχοῦ. Ποιά εἶναι αὐτά τά χαρακτηριστικά;
Εἶχε τέλεια ἀκτημοσύνη. Δέν κρατοῦσε ποτέ χρήματα γιά τόν ἑαυτό του οὔτε κἄν ἀπό τόν μισθό του. Τελείωνε ὁ μισθός τοῦ μηνός καί δέν εἶχε χρήματα, καί πολλές φορές δανειζόταν γιά νά κάνη κάτι ἄλλο πού ἦταν ἀναγκαῖο. Μερικές φορές γιά νά κατεβῆ ἀπό τήν Ἔδεσσα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δανειζόταν χρήματα γιά τό ἀεροπορικό εἰσιτήριο. Τελείωνε ὁ μήνας καί δέν εἶχε τίποτε. Καί, φυσικά, ὅταν ἐκοιμήθη, δέν εἶχε καμμία περιουσία οὔτε χρηματικά ποσά, μόνο τό ὑπόλοιπο τοῦ μισθοῦ τοῦ μηνός ἐκείνου. Ἑπομένως, εἶχε τέλεια ἀκτημοσύνη.
Εἶχε καθαρότητα καρδίας καί σώματος. Ἔκανε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἀφοῦ συνεχῶς Τόν δοξολογοῦσε. Καί μάλιστα ἔλεγε σέ ἐμένα: «Ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνω, νά πῆς ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἄξιζε καί τίποτα, ἀλλά εἶχε δύο μεγάλα χαρίσματα: εἶχε φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία». Βεβαίως, αὐτά τά χαρίσματα εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀποκαλύπτουν ὅλη τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ἐπίσης λειτουργοῦσε κατανυκτικότατα. Καί ὡς Ἱερεύς, ἀλλά καί ὡς Ἐπίσκοπος, ὅπως τόν γνώρισα, λειτουργοῦσε κατανυκτικότατα. Προετοιμαζόταν τήν προηγούμενη ἡμέρα, πολλές φορές ἔμενε ἄγρυπνος τήν νύκτα γιά νά τελέση τήν θεία Λειτουργία τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν μάλιστα ἔπρεπε νά χειροτονήση κάποιον.
Κάποιοι φίλοι μου ἀπό τήν Γεωργία μοῦ ζήτησαν νά κάνω μιά ὁμιλία. Μοῦ εἶπαν: «Θέλουμε νά μᾶς πῆτε πῶς λειτουργοῦσε αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος». Καί ἐγώ τούς ἀπάντησα: «Ἔχετε δεῖ τόν ἅγιο Παΐσιο; Λειτουργοῦσε σάν νά ἦταν ὁ ἅγιος Παΐσιος Ἐπίσκοπος». Ἐπειδή ξέρουν οἱ περισσότεροι τόν ἅγιο Παΐσιο πόσο ταπεινός ἦταν, μικροκαμωμένος, καί πόσο σεμνός καί ταπεινός ἦταν, γι’ αὐτό μποροῦν νά καταλάβουν ὅτι ἄν ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἦταν Ἐπίσκοπος, θά ἦταν σάν τόν ἅγιο Καλλίνικο. Λειτουργοῦσε, κατανυκτικά. Διασώζεται μία τέτοια φωτογραφία, ὄχι ἀπό θεία Λειτουργία, ἀλλά ἀπό μία Βάπτιση, καί ἐκεῖ βλέπει κανείς μέ πόση ταπείνωση καί μέ πόσο μεγάλη σεμνότητα τελοῦσε τό μυστήριο τῆς Βαπτίσεως.
Ἑπομένως, ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος πού εἶχε ἁγιορείτικο φρόνημα καί ἁγιορείτικη ζωή, ὥστε νά μοῦ γράψη μία ἐπιστολή ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης καί νά λέγη: «Ἐν τῇ καρδία του ἡσυχαστής καί συγχρόνως ἀκαταπόνητος ποιμήν καί ἱεραπόστολος. Συνδυασμός δυσεύρετος». Δηλαδή, εἶχε τρία γνωρίσματα: ἦταν ἕνας ἡσυχαστής μέσα στήν καρδιά του, ἦταν ἕνας ἀκαταπόνητος ποιμένας, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια, καί βεβαίως ἦταν καί ἱεραπόστολος. Καί ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος ὅτι αὐτό εἶναι ἕνας «συνδυασμός δυσεύρετος». Δύσκολα μπορεῖ νά βρῆ κανείς σήμερα Κληρικούς πού νά ἔχουν καί τά τρία αὐτά γνωρίσματα. Ἑπομένως, ἦταν ἕνας Ἁγιορείτης κατά τήν καρδία.
3. Ἀσκητής Πρεσβύτερος
Συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι ἦταν πράγματι ἀσκητής Πρεσβύτερος. Χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό 1957, καί ἐγώ τόν γνώρισα δύο χρόνια μετά, τό 1959, ὄταν ἤμουν μαθητής στό Ἀγρίνιο. Ὅταν ἔγινε Πρεσβύτερος ζοῦσε μέ ἀσκητική ζωή, ἦταν καί ἀπό Πρεσβύτερος ἕνας ἀσκητής καί συνέχισε μετά νά ζῆ τήν ἀσκητική ζωή καί ὡς Ἐπίσκοπος. Δηλαδή, προσευχόταν συνεχῶς στόν Θεό, ζοῦσε μέ ἄσκηση, μέ νηστεία, μέ προσευχή, μέ ἐγκράτεια, ἀλλά ταυτόχρονα ἔβγαινε μέσα ἀπό τήν ὕπαρξή του μιά χαρά μεγάλη, σάν καί αὐτή πού ἔχουν οἱ ἅγιοι, σάν καί αὐτήν πού εἶχε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὁ ὁποῖος, ὅταν συναντοῦσε κάποιον, τοῦ ἔλεγε «Χριστός ἀνέστη, χαρά μου». Τό ἴδιο αἰσθανόταν κανείς, ὅταν συναντοῦσε τόν ἅγιο Καλλίνικο.
Ζοῦσε ἀσκητικά σέ σημεῖο πού ὅταν τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία, τό 1948, πῆγε στό Μεσολόγγι καί γιά εἴκοσι χρόνια μέχρι πού ἔγινε Ἐπίσκοπος, ζοῦσε μέσα σέ ἕνα μικρό δωμάτιο, ὅπως θυμοῦνται οἱ συγγενεῖς του, τά μεγαλύτερα ἀνίψια του, κυρίως ἕνας πού σήμερα εἶναι ἀντιστράτηγος ἐν ἀποστρατείᾳ. Καί μάλιστα εἶχε τό ράντζο τό ὁποῖο εἶχε πάρει ἀπό τόν στρατό καί ἐπί εἴκοσι χρόνια κοιμόταν σέ αὐτό. Καί εἶχε τήν ἐπιθυμία, ὅταν ἔγινε Μητροπολίτης στήν Ἔδεσσα, νά πάρη αὐτό τό ράντζο γιά νά κοιμᾶται σέ αὐτό. Ἀλλά ὁ ἀδελφός του, πρίν ἐνθρονιστῆ τό ἀντικατέστησε μέ ἕνα ἁπλό σιδερένιο κρεββάτι. Κατά τά ἄλλα δέν ἄλλαξε καθόλου τήν ἀσκητική του βιοτή, ὥστε ἔλεγαν τά ἀδέλφια του: «Τί ἄλλαξε μέ τόν Καλλίνικο πού ἀπό Πρεσβύτερος ἔγινε Ἐπίσκοπος; Ἁπλῶς τό ὅτι ἀπό τό ράντσο πῆγε σέ ἕνα σιδερένιο ἁπλό κρεβάτι».
Ὥς Πρεσβύτερος προσευχόταν διαρκῶς, ξυπνοῦσε τήν νύχτα καί προσευχόταν, ἐνῶ παράλληλα ἔκανε καί τόν Ἱεροκήρυκα καί συγχρόνως ἦταν Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας σέ μία δύσκολη περίοδο. Ἔτσι, ἡ προσευχή του εἶχε πολύ μεγάλη δύναμη, καί ὁ λόγος του ἦταν πολύ δυνατός, ἐπειδή προερχόταν μέσα ἀπό μία καθαρή καρδιά καί κυρίως ἀπό μία ὕπαρξη πού ἦταν προσευχητική.
Ζοῦσε μέ τό ἁγιορείτικο πνεῦμα καί μέ τήν ἄσκηση, γι’ αὐτό καί εἶχε πολύ μεγάλη δύναμη, σέ σημεῖο πού διάβαζε δαιμονισμένους καί ἔφριτταν τά δαιμόνια. Ὁ λόγος του καί ἡ προσευχή του εἶχε τέτοια δύναμη πού ἔβγαζε δαιμόνια ἀπό ἀνθρώπους δαιμονισμένους. Κάποιος πού ἦταν παρών σέ ἕναν ἐξορκισμό πού ἔκανε σέ ἕναν δαιμονισμένο, τό περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Τήν ὥρα πού διάβαζε μία δαιμονισμένη τό δαιμόνιο ἀπό μέσα ἔφριττε καί ἔλεγε: “Μ’ ἔκαψες, Καλλίνικε”, καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: “Παμπόνηρε, δέν σέ ἔκαψα ἐγώ ὁ ἀνάξιος μοναχός, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς μας Χριστός”». Εἶχε τέτοια δύναμη ὁ λόγος του καί τό κήρυγμά του, πού ἀναγεννοῦσε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ὅταν προσευχόταν εἶχε πολύ μεγάλη δύναμη, ὥστε νά ἐκδιώκη καί νά ἀποβάλλη μέσα ἀπό τούς ἀνθρώπους δαιμόνια.
Ὑπάρχει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θυμᾶμαι ὅτι ὁ ἴδιος μᾶς ἔλεγε στήν Ἔδεσσα: «Γνωρίζω κάποιον ἱερέα στό Ἀγρίνιο, ὁ ὁποῖος διάβαζε εὐχή σέ δαιμονισμένους. Καί μία φορά κάθισε ὅλη τήν νύχτα, μέχρι τό πρωΐ, διαβάζοντας προσευχές, οὔρλιαζε τό δαιμόνιο καί ἐκεῖνος ἐξακολουθοῦσε νά διαβάζη ἕως ὅτου τό πρωΐ βγῆκε τό δαιμόνιο». Ἐγώ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε πράγματι κάποιος Ἱερέας, κάποιος Ἱερομόναχος στό Ἀγρίνιο πού ἔκανε αὐτό τό ἔργο. Δέν ἔλεγε ποτέ ὅτι πρόκειται γιά τόν ἴδιο, ἀλλά, ὅπως μάθαμε μετά τήν κοίμησή του, ἦταν ὁ ἴδιος πού ἐξεδίωξε δαιμόνια, καί ἔκρυβε τόν ἑαυτό του. Καί μάλιστα τό μάθαμε αὐτό πάλι ἀπό ἕνα δαιμόνιο πού ἦταν σέ κάποιες κοπέλες. Καί πῶς τό μάθαμε αὐτό;
Ὁ ἅγιος Καλλίνικος ἐκοιμήθη τό 1984. Τό 1985, δηλαδή ἕναν χρόνο μετά, ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀργολίδος ἕνας φίλος του, ὁ π. Ἰάκωβος, πού ἦταν Ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἄρτης, (ἐκοιμήθη τώρα), ἕνας εὐλαβέστατος καί ἅγιος Ἐπίσκοπος. Ἕνα χρόνο μετά τήν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία καί ἐνθρόνισή του, δηλαδή τό 1986, τόν κάλεσαν στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Μαρίνης, πού εἶναι πάνω στόν λόφο στό κάστρο τοῦ Ἄργους, γιά νά διαβάση δύο κοπέλες, 17 καί 18 ἐτῶν, πού βασανίζονταν ἀπό τά δαιμόνια.
Μοῦ διηγήθηκε αὐτό τό περιστατικό ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἀργολίδος Ἰάκωβος, ἀλλά θά σᾶς διαβάσω τώρα πῶς τό περιγράφει γραπτῶς ἕνας Ἱερέας πού ἦταν παρών ἐκεῖ, ὁ π. Δημήτριος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ἄργους. Λέει, λοιπόν, σέ γραπτή μαρτυρία του:
«Κατά τήν διάρκεια τοῦ “διαβάσματος” τά δαιμόνια χυδαιολογοῦσαν εἰς βάρος τοῦ Δεσπότη καί σέ μία στιγμή τό ἕνα εἶπε: “Δυό φορές προσπάθησα νά σέ ξεκάνω, ρέ, ἀλλά σέ γλίτωσαν ἡ Κυρά σου (ἡ Παναγία) καί κεῖνος ὁ ξεδοντιάρης ὁ γέροντάς σου, (ὁ μακαριστός π. Ἀθανάσιος Χαμακιώτης)”.
Ξαφνικά, μετά ἀπό λίγο, ἄρχισαν τά δύο δαιμόνια νά κραυγάζουν μέ τρόμο: “Φῦγε, Καλλίνικε, μᾶς καῖς, μᾶς στραβώνεις, ἄσε μας ἥσυχους, φύγεεε!”.
Ἀπορημένος, περιγράφει ὁ Ἱερεύς, ρώτησα τόν Μακαριστό Ἰάκωβο, -“Ποιόν Καλλίνικο βλέπουν, Σεβασμιώτατε, καί καίγονται;”. “Τόν Ἐδέσσης”, μοῦ ἀποκρίθηκε: “Καί πῶς βρέθηκε ἐδῶ, Σεβασμιώτατε, ὁ Ἐδέσσης;”, ρώτησα. “Τόν ἐπικαλέστηκα νοερῶς”, ἀπάντησε».
Κοιτάξτε, τήν ὥρα ἐκείνη πού ὁ Μητροπολίτης Ἰάκωβος διάβαζε ἐξορισμούς νά φύγουν τά δαιμόνια, αὐτά φώναζαν. Ὁ Μητροπολίτης ἐπικαλέστηκε νοερά, μυστικά τόν Καλλίνικο πού εἶχε πεθάνει ἕνα χρόνο πρίν, καί τήν ὥρα πού τόν ἐπικαλέστηκε νοερῶς, τά δαιμόνια ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά λένε: «Φύγε, Καλλίνικε».
Συνεχίζει τήν διήγησή του ὁ π. Δημήτριος:
«”Τόν γνωρίζετε τόν Καλλίνικο;”, ρώτησε ὁ Μακαριστός (Μητροπολίτης Ἰάκωβος) τά δαιμόνια. “Ναί -ἀποκρίθηκε τό ἕνα ἀπό αὐτά- μέ εἶχε βγάλει πρίν ἀπό χρόνια, ἀπό ἕναν νεαρό στό Ἀγρίνιο”.
“Ἄαα -ψιθύρισε ὁ Δεσπότης- τώρα ἐξηγεῖται ἡ ὑπόθεση”. “Ποιά ὑπόθεση, Σεβασμιώτατε;” τόν ρώτησα. “Θά σᾶς πῶ μόλις τελειώσουμε”, ἀπάντησε.
Μετά τό πέρας τῶν ἐξορκισμῶν ὁ μακαριστός Μητροπολίτης μας, διηγήθηκε ὅτι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης κυρός Καλλίνικος ὅταν ἦταν ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας τοῦ εἶχε ἀναφέρει σέ κάποια συζήτησή τους ὅτι δύο κληρικοί στό Ἀγρίνιο (δέν ἀπεκάλυψε ὅμως ὀνόματα) κλήθηκαν νά προσευχηθοῦν γιά ἕναν νεαρό δαιμονιζόμενο. Μετά τήν ἀνάγνωση τῶν ἐξορκισμῶν ὁ ἕνας ἔφυγε. Ὁ ἄλλος, συμπονώντας τόν βασανιζόμενο νέο, ἔμεινε μαζί του σχεδόν ὅλη τή νύχτα προσευχόμενος καί τελικά τό δαιμόνιο ἔφυγε».
Αὐτό τό γνωρίζω καί ἐγώ προσωπικά, τό γνωρίζει καί ὁ νῦν Μητροπολίτης Ἐδέσσης Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἱεροκήρυκας καί ἤμασταν μαζί καί οἱ δύο Ἱεροκήρυκες καί τό βεβαιώνουμε. Μᾶς τό ἔλεγε αὐτό πολλές φορές: «Ξέρω κάποιον ἱερομόναχο ὁ ὁποῖος στό Ἀγρίνιο ἔβγαλε ἕνα δαιμόνιο». Καί τώρα ἔρχεται ἐδῶ μετά τόν θάνατό του καί καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος, ἐπειδή τό ἀπεκάλυψε τό ἴδιο τό δαιμόνιο.
Ἐμένα ὅταν αὐτό τό περιστατικό μοῦ τό διηγήθηκε ὁ Μητροπολίτης Ἀργολίδος Ἰάκωβος, μοῦ ἔλεγε ὅτι, ἐκτός αὐτῶν πού γράφει ἐδῶ ὁ Ἱερέας ὁ π. Δημήτριος πού ἦταν παρών, φώναζε τό δαιμόνιο καί ἔλεγε:
«Μέ καῖς, ὅμως δέν φταῖς ἐσύ, ἔλεγε στόν Μητροπολίτη Ἀργολίδος Ἰάκωβο, δέν φταῖς ἐσύ, ἀλλά αὐτός πού σέ ἔκανε Δεσπότη». Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ρώτησε: «Ποιός μέ ἔκανε Δεσπότη;» Καί τό δαιμόνιο ἀπάντησε: «Ὁ Καλλίνικος, αὐτός σέ ἀγαποῦσε, ἤθελε νά σέ κάνη Δεσπότη, ἀλλά σέ ἔκανε τώρα πού βρίσκεται στόν οὐρανό. Αὐτός μέ ἔβγαλε πρίν λίγα χρόνια ἀπό ἕναν ἄνθρωπο καί ἐγώ τόν πολεμοῦσα σέ ὅλη τήν ζωή του. Κατόρθωσα νά τοῦ φάω τήν σάρκα του μέ τήν ἀρρώστια, ἀλλά αὐτός λάμπει στόν οὐρανό. Τόν ἁγίασε τό ἄδειο πορτοφόλι του. Αὐτός σέ προστατεύει. Ἄν σέ δῶ χωρίς αὐτόν, θά σοῦ κάνω κακό».
Βέβαια, δέν δεχόμαστε τήν γνώμη τῶν δαιμονίων, ἀλλά πολλές φορές λένε καί αὐτά τήν ἀλήθεια, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐδῶ ἔλεγαν ἀκριβῶς τό γεγονός: «Αὐτός μᾶς ἔβγαλε ἀπό ἕναν νέον καί ἐμεῖς τόν πολεμούσαμε σέ ὅλη του τήν ζωή». Τότε ἦταν ἀκόμη Πρεσβύτερος. Ὑπάρχουν καί ἄλλα περιστατικά μέ ἐκδιώξεις δαιμονίων ἀπό δαιμονιζόμενους ἀνθρώπους μέ τίς προσευχές πού διάβαζε πού προέρχονταν ἀπό τήν δύναμη τῆς ζωῆς του.
Θά μποροῦσα πολλά νά σᾶς πῶ γιά τόν ἀγώνα πού ἔκανε στήν Ἱερά Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, γιά τό κήρυγμά του, τίς περιοδεῖες του, τήν διοίκηση κατά τήν ὁποία ἦταν εὔστροφος, ἔξυπνος καί ταυτόχρονα ἦταν πνευματικός, ἀλλά δέν γίνονται ὅλα αὐτά σέ μία σύντομη ὁμιλία.
4. Ποιμαντική του δραστηριότητα ὡς Ἐπισκόπου
Ἔρχομαι στό νά σᾶς πῶ γιά τήν ποιμαντική του δραστηριότητα ὡς Ἐπισκόπου καί Μητροπολίτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης Πέλλης καί Ἀλμωπίας, τήν ὁποία γνώρισα πολύ καλά, ἀφοῦ ἤμουν ὁ πιό κοντινός του ἄνθρωπος.
Ἦταν ἕνας ἀκαταπόνητος ποιμένας καί συνεχῶς ἐνδιαφερόταν γιά τό ποίμνιό του.
Βάση ὅλης τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας ἔθεσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, δηλαδή ἤθελε συνεχῶς νά τελῆ, ἄν ἦταν δυνατόν καί κάθε ἡμέρα, τήν θεία Λειτουργία. Ἔλεγε ὅτι «ἡ θεία λειτουργία εἶναι τό γλέντι μας». Προγραμμάτιζε δυό καί τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα νά πηγαίνη στά χωριά, ἀκόμη καί ὅταν δέν ὑπῆρχε κάποιος ἅγιος ἑορταζόμενος, γιατί ἤθελε νά λειτουργῆ καί νά βλέπη τό ποίμνιό του. Ἔφευγε τό πρωΐ πρωΐ γιά νά εἶναι στίς 7 ἡ ὥρα στό πιό ἀπόμερο χωριό, ἀκόμη καί τότε πού χιόνιζε. Θυμᾶμαι μία περίπτωση πού ἔρριξε πολύ χιόνι καί αὐτός εἶπε: «Θά πᾶμε νά λειτουργήσουμε στό χωριό». Ἦταν μισό μέτρο τό χιόνι καί βγῆκε ἀπό τήν Ἔδεσσα μέ στρατιωτικό αὐτοκίνητο γιά νά πάη νά λειτουργήση καί νά μήν ἀφήση τούς ἀνθρώπους ἀλειτούργητους.
Καί, βεβαίως, μαζί μέ τήν θεία Λειτουργία συνέδεε καί τό κήρυγμα. Ὁμιλοῦσε μέ ἕναν τρόπο κατανυκτικό, μέ ἕναν τρόπο βγαλμένο μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ὅ,τι ἔλεγε δέν ἦταν τίποτα στοχαστικό, ἀλλά ἦταν ἐμπειρικό.
Φυσικά, ἀσχολήθηκε μέ ἀνοικοδομήσεις Ἱερῶν Ναῶν, Ἱερῶν Μονῶν, ἔκανε περιοδεῖες σέ ὅλη τήν ἐπαρχία, δημιούργησε Κατασκηνώσεις καί λειτουργοῦσε τίς Κατασκηνώσεις ὅλην τήν καλοκαιρινή περίοδο μέ τούς συνεργάτες του καί εἶχε καλό ἐπιτελεῖο καί καλούς συνεργάτες, δημιούργησε Οἰκοτροφεῖα, Γηροκομεῖο καί τά λοιπά.
Δέν ἔχω σκοπό τώρα αὐτήν τήν στιγμή νά σᾶς πῶ τί ἀκριβῶς ἔκανε ἐκεῖνος ὡς καλός ποιμένας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἁπλῶς θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω μερικές ἐντυπώσεις ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τόν γνώριζαν.
Πρῶτα-πρῶτα νά διαβάσω τίς ἐντυπώσεις ἀπό τόν διάδοχό του στόν Μητροπολιτικό θρόνο Ἐδέσσης, τόν Μητροπολίτη Ἰωήλ, πού ἦταν τότε Ἱεροκήρυκας καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ ὁ Καλλίνικος, τόν χειροτόνησε καί Διάκονο καί Πρεσβύτερο καί τόν χειροθέτησε πνευματικό καί ἀξιώθηκε νά εἶναι ὁ διάδοχός του στόν θρόνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης.
Σέ ἕναν πρόλογο γιά ἕνα βιβλίο μου πού γράφω γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο, γράφει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἰωήλ πολύ περιεκτικά:
«Κυριολεκτικά ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος θυσίασε τόν ἑαυτό του γιά τήν Ἐπισκοπή πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Δέν ἐκμεταλλεύτηκε τό ἀξίωμά του ἰδιοτελῶς. Ἀντίθετα «γέγονε τοῖς πᾶσι τά πάντα» (βλ. Α΄ Κορ. 9,22), προκειμένου νά ὁδηγήση τίς ψυχές τοῦ ποιμνίου του σέ ὁδούς σωτηρίας. Ἄριστος λειτουργός, ἐπαγωγικός ἱεροκήρυξ, πτωχός ὡς πρός τά ὑλικά πράγματα, πλούσιος σέ ἀγάπη, φίλος τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, κληρικός μέ βαθιά ἐκκλησιολογική συνείδηση, ἀμνησίκακος στό ἔπακρον, ἱερωμένος πού εἶχε τό σπάνιο χάρισμα τῆς ἐλλείψεως φθόνου, δηλαδή ἀνεπίφθονος, φίλος καί θαυμαστής τῶν εὐλαβῶν κληρικῶν, ἐγκωμιαστής τῶν συνεργατῶν του, ἄριστος γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πεντακάθαρος στήν ἐμφάνισή του καί στά λειτουργικά του ἄμφια, ζηλωτής τοῦ μοναχισμοῦ, ἐράσμιος στούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πασίγνωστος γιά τήν πνευματικότητά του στούς συνεπισκόπους του, πανέξυπνος στά διοικητικά, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εὐτύχησε ἐν ζωῇ νά ἀναπτύξη στό ἔπακρον μαζί μέ τούς ἱεροκήρυκες συνεργάτες του καί ἄλλους κληρικούς σπουδαία κατηχητική ἐργασία στήν Ἱερά Μητρόπολή του καί νά καθιερώση συνάξεις κληρικῶν καί λαϊκῶν. Τελείωσε τήν ζωή του μετά ἀπό βαριά ἀσθένεια καί παρέδωκε τήν ὁλόφωτη ψυχή του στόν Σωτήρα του Ἰησοῦ Χριστό».
Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης ὁ Ἐδέσσης Ἰωήλ στό κείμενο τό ὁποῖο ἔστειλε στήν Σύνοδο γιά τήν ἁγιοκατάταξή τοῦ Καλλινίκου, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔγραφε:
«Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλλίνικος ὑπῆρξε μία πάνυ ἐνάρετος προσωπικότης πού κατέλιπε φήμην ἁγίου ἀνδρός εἰς τήν Μητρόπολίν του, ἀλλά καί ὅπου ἀλλοῦ προηγουμένως διηκόνησε τήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι λίγα καί τά ὑπερφυσικά σημεῖα, ὅπως ἰάσεις καί ἐμφανίσεις, τά ὁποῖα ὑπέδειξε καί ζῶν εἰσέτι καί μετά τήν ἁγίαν κοίμησιν αὐτοῦ».
Ἕνας διακεκριμένος Ἱερεύς, Ἀρχιμανδρίτης, πού ἐργάστηκε ἐδῶ στήν Ἀθήνα, καί ἔχει μεγάλο ὄνομα, ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φίλος τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, καί εἶχαν μία στενή ἐπικοινωνία καί κάθε ἡμέρα ὁμιλοῦσαν δυό-τρεῖς φορές στό τηλέφωνο, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Καλλίνικος μεταξύ ἄλλων ἔγραψε:
«Διά τῆς ἐκδημίας του ἡ Ἐκκλησία μας κατέστη πτωχοτέρα. Ὁ Ἐδέσσης Καλλίνικος ὑπῆρξεν ὑπόδειγμα ταπεινοῦ φρονήματος, πραότητος, εὐγενείας, σεμνότητος, ἀνεξικακίας, ἐργατικότητος, ἠθικῆς ἀκεραιότητος, ἀφιλοχρηματίας. Πλήρης φόβου Θεοῦ, πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης ἐδόξαζε, δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς ζωῆς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἐτίμησεν ὅσον ὀλίγοι τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν».
Εἶναι σημαντικό τό ποιός τά λέει αὐτά, γιατί μπορεῖ νά λέη καί κάποιος μεγάλες κουβέντες, ἀλλά ὅταν τά λένε αὐτά ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶχαν σοφία καί γνώση καί τόν γνώριζαν, ὁπως ὁ π. Ἐπιφάνιος, τότε ἔχουν βαρύνουσα σημασία.
Ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, στόν Κάλαμο Ἀττικῆς, τόν ὁποῖο χειροτόνησε ὁ ἅγιος Καλλίνικος καί σέ Διάκονο καί σέ Πρεσβύτερο, μετά τήν κοίμησή του ἔγραψε τό ἑξῆς:
«Τά χρόνια πού πέρασαν -ἀπό τήν πρώτη γνωριμία μου μαζί του μέχρι καί αὐτή τήν στιγμή, καί εἶναι περισσότερο ἀπό τριάντα- μέ πείθει συνεχῶς ὅτι δεύτερον Καλλίνικον δέν συνάντησα καί ἀπό ὅ,τι ἡ πείρα πιά μέ διδάσκει δέν πρόκειται νά συναντήσω».
Ὁ ἱερομόναχος π. Παΐσιος Κυριακοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἱλαρίωνος Μογλενῶν καί ἦταν ὑποτακτικός τοῦ μεγάλου ἁγίου καί διασήμου ἀσκητοῦ, τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου καί τόν ἀγαποῦσε ὁ ἅγιος Παΐσιος, γι’ αὐτό ὅταν ἔγινε ἡ κουρά του τοῦ ἔδωσε τό ὄνομά του, μᾶς δίνει τήν ἑξῆς μαρτυρία σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἰωήλ, γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο:
«Ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος Καλλίνικος ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος, τόν Νοέμβριο τοῦ 1976, γιά τήν εἰς Διάκονον χειροτονία μου, εἶχε τήν εὐκαιρία νά συναντηθῆ γιά πρώτη φορά τότε μέ τόν Ἅγιο Γέροντα π. Παΐσιο. Τότε καί ὁ Σεβασμιώτατος φυσικά χάρηκε πολύ καί ὠφελήθηκε, ἀλλά καί ὁ Γέροντας (Παΐσιος) μοῦ εἶπε: “Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον Δεσπότη! Μέχρι τώρα δέν ἔχω δεῖ σάν τόν Καλλίνικο”». Τά λέει αὐτά ὁ ἅγιος Παΐσιος. Καί συνεχίζει: «Τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκανε. Καί ὅταν πλησιάζοντας πρός τήν ἔξοδο ἀπό αὐτήν τήν ζωή ὁ Δεσπότης ἔλεγε: “Ἐλπίζω νά μέ συνοδεύη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ», καί ἐγώ τό μετέφερα στόν Γέροντα (τόν ἅγιο Παΐσιο), μοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Ὄχι ἁπλῶς τόν συνοδεύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τόν καταδιώκει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ», πού σημαίνει ὅτι εἶχε μέσα του πολύ μεγάλη Χάρη ἀπό τόν Θεό.
Κάποιος ἄλλος ἀπό τό ποίμνιό του, ὁ ὁποῖος εἶναι γεωπόνος-ἐδαφολόγος, ὁ Πρόδρομος Κουκουλάκης, ὁ ὁποῖος γνώριζε τόν ἅγιο Καλλίνικο τοῦ ἔκανε μία τέλεια περιγραφή μετά τήν κοίμησή του. Καί νομίζω διαβάζοντάς το αὐτό καί ἐσεῖς πού δέν τόν γνωρίζετε, περίπου θά καταλάβετε πῶς ἦταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος. Γράφει:
«Ὡς Μητροπολίτης ὁ Καλλίνικος ὑπῆρξεν κατά πάντα ἄξιος ἱεράρχης. Προικισμένος καί κεκοσμημένος ὑπό πολλῶν καί σπανίων ἀρετῶν διεκρίνετο κυρίως διά τό ἀκραιφνές ὀρθόδοξο φρόνημά του καί διά τόν διακῆ πόθο του νά διαποιμαίνει τό “πεινῶντα λόγον Θεοῦ” γεώργιον τῆς Μητροπόλεώς του, συμφώνως πρός τίς ἐπιταγές τοῦ Κυρίου… Ὁ Καλλίνικος σάν ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἁπλοῦς κι ἀνεπιτήδευτος στούς τρόπους του, λιτός καί ἀσκητικός, ἀφιλοχρήματος καί ἀφιλάργυρος μέχρις ὑπερβολῆς, ἐπιεικής στούς ἄλλους καί αὐστηρός στόν ἑαυτό του, πιστός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων, πράος καί μειλίχιος, εὐσταθής καί καθαρός τόν βίον, εὐπρεπής καί σεμνός. Ἡ μορφή του ὑπενθυμίζουσα βυζαντινή ἁγιογραφία (αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί, ὅταν τόν ἔβλεπε κανείς νά λειτουργῆ, τόν ἔβλεπε σάν νά κατέβηκε ἕνας ἅγιος ἀπό τό Ἱερό Βῆμα πού εἶναι ζωγραφισμένος) ἦταν κόσμια καί τό παράστημά του εὐθυτενές ἀκτινοβολοῦσε δέ ἁγιοπατερική μεγαλοπρέπεια. Ἐκεῖνο πού κατ’ ἐξοχήν χαρακτήριζε τήν ζωή τοῦ Καλλινίκου καί τό ὁποῖο ἐφήρμοζε μέ πάθος ὑπῆρξε τό “λάθε βιώσας”. Ὁ Καλλίνικος ἦλθε καί ἀπῆλθε ἀπαρατήρητος μέν ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του. Μία καί μόνη φιλοδοξία εἶχε, νά φανεῖ ἄξιος Χριστιανός καί ἄξιος Ἐπίσκοπος. Παρακαλοῦσε συνεχῶς τόν Θεό νά τόν ἐλεήση κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Χαρακτηριστικό τῆς διακαοῦς αὐτῆς ἐπιθυμίας του εἶναι τό γεγονός ὅτι στήν διαθήκη του ζήτησε νά ἀναγραφεῖ στόν τάφο του ἡ φράση “Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν”. Πρός τήν κατεύθυνση δέ αὐτή ἀνάλωσε ὅλες τίς δυνάμεις του μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς».
Ἦταν καί καλός Ἱεροκήρυκας, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ὁμιλοῦσε πάρα πολύ ὡραῖα. Θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ μερικά χαρακτηριστικά, ἀλλά δέν ἔχω ὥρα στήν διάθεσή μου. Κυρίως ἀγαποῦσε πάρα πολύ νά ὁμιλῆ καί νά λέη χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, χωρία ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, χωρία ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, καί κυρίως χρησιμοποιοῦσε τό «Γεροντικό», τό «Λαυσαϊκό» καί τό «Λειμονάριο», δηλαδή γεροντικά βιβλία ἀπό τά ὁποῖα ἀντλοῦσε διάφορα περιστατικά γιά νά τά χρησιμοποιῆ στά κηρύγματά του, ἀλλά καί στίς κατ’ ἰδίαν συναντήσεις του μέ τούς ἀνθρώπους.
Τά χωρία πού χρησιμοποιοῦσε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἦταν πολλά. Κυρίως ἀγαποῦσε χωρία τά ὁποῖα ἔκαναν λόγο γιά τήν ματαιότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου: «Ποία γάρ ἡ ζωή ὑμῶν; ἀτμίς γάρ ἔστιν ἡ πρός ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δέ καί ἀφανιζομένη» (Ἰακ. δ΄, 14).
Εἶχε αἴσθηση τῆς ματαιότητας τῆς ζωῆς, σέ ἀντίθεση μέ τό ρῆμα τοῦ Θεοῦ πού παραμένει στόν αἰώνα, γι’ αὐτό καί τοῦ ἄρεσε νά χρησιμοποιῆ τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Πᾶσα σάρξ ὡς χόρτος, καί πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράθη ὁ χόρτος, καί τό ἄνθος ἐξέπεσε· τό δέ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Πέτρ. α΄, 24-25). Στήν κατεύθυνση αὐτήν χρησιμοποιοῦσε καί τό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Ἰω. β΄, 17).
Ἄλλο χωρίο πού μνημόνευε συνεχῶς καί τό ἔλεγε μέ ὅλη του τήν καρδιά εἶναι τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού ἀναφέρεται στήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ τόσο τήν καρδιά τοῦ θεουμένου ἀνθρώπου ὅσο καί κατά τήν Δευτέρα Του παρουσία: «Ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. γ΄, 4). Καί θυμᾶμαι μάλιστα ὅτι, ὅταν ἦταν στό Νοσοκομεῖο στό Λονδίνο, μία ὁλόκληρη ἡμέρα συνεχῶς ἐπανελάμβανε τό χωρίο αὐτό, ἀπό τό πρωΐ πού ξύπνησε μέχρι τό βράδυ.
Καί βεβαίως εἶχε καί τίς δικές του ἐκφράσεις, τίς ὁποῖες ἔλεγε συνέχεια. Θά μνημονεύσω δύο ἀπό αὐτές.
Ἡ μία φράση ἦταν: «Θά λαλήση ὁ οὐρανός», πού τήν ἔλεγε, ὅταν τόν συκοφαντοῦσαν. Πέρασε καί ἐκεῖνος δυσκολίες στήν ζωή του, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρίς δυσκολίες καί χωρίς συκοφαντίες καί χωρίς διαβολές. Ὅμως, αὐτός συνήθως δέν ἀπαντοῦσε, δέν δικαιολογοῦσε τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔλεγε αὐτήν τήν φράση. Αὐτό δείχνει ὅτι πρέπει νά ἔχη κανείς ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ ἔλεγα μήπως πρέπει νά κάνουμε κάποια ἀνακοίνωση καί νά ἀντικρούομε τά συκοφαντικά πού ἔλεγαν, ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Θά λαλήση ὁ οὐρανός, πάτερ μου». Καί πραγματικά ἐλάλησε ὁ οὐρανός μέ τήν ἁγιοκατάταξή του.
Καί μιά ἄλλη φράση ἔλεγε συνεχῶς: «Δυνάμει τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ». Τοῦ ἔλεγα τί θά κάνουμε μέ τό τάδε; Καί ἀπαντοῦσε: «Δυνάμει τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ». Σεβόταν πάνω ἀπό ὅλα τόν πνευματικό νόμο, πού σημαίνει πώς ὅ,τι κάνει κανείς στήν ζωή τά βρίσκει μπροστά του καί σέ αὐτήν τήν ζωή καί στήν ἄλλη.
Ἐπίσης, συνήθως σέ κάθε πρόβλημα πού ἀνέκυπτε, χωρίς νά κάνη κάποια ἰδιαίτερη παρατήρηση, ἐπανελάμβανε πολλές φορές τό: «Κύριε ἐλέησον», πού εἶχε πολλά νοήματα καί αὐτό ἦταν δεῖγμα ὅτι εἶχε συνέχεια στόν νοῦ του τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.
5. Ἡ ὁσιακή καί μαρτυρική ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς του
Τό τελευταῖο σημεῖο πού θά ἤθελα νά τονίσω εἶναι τό πῶς ἀντιμετώπισε τήν ἀσθένειά του.
Δεκαπέντε χρόνια κοντά του, τόν γνώριζα ὅσο κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό καί ἄν ὑπάρχουν μερικοί πού λένε διάφορα, ἐνδεχομένως κάποιες ἐλλείψεις του, ἄλλωστε κανείς ἅγιος δέν εἶναι τέλειος, γιά ὅλα αὐτά πρέπει νά ρωτήση ἐμένα, πού τόν γνώρισα καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον σέ ὅλη τήν πληρότητα του.
Ὑπάρχει μία παροιμία, ἕνα ἀπόφθεγμα πού λέει: «Κανείς δέν εἶναι μεγάλος γιά τόν θαλαμηπόλον αὐτοῦ», δηλαδή, γι’ αὐτόν πού τόν φροντίζει συνχνά κανένας δέν εἶναι μεγάλος, γιατί ξέρει ἐκεῖνος ὅλα τά ἐλαττώματά του. Μέ τόν Καλλίνικο συνέβαινε τό ἀντίθετο. Ὅσο μακριά ἤσουν, τόσο καί δέν τόν καταλάβαινες, ἐνῶ ὅσο τόν πλησίαζες ἀπό κοντά τόσο καί ἔβλεπες τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητάς του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του βγῆκε ὅλο αὐτό τό ἐσωτερικό βάθος τό ὁποῖο προσπαθοῦσε ὁ ἴδιος νά τό κρύψη. Δέν κρυβόταν ὁ ἴδιος καί αὐτή ἡ ἐσωτερική του ζωή ἐμφανιζόταν, φανερωνόταν καί ὅταν ὁμιλοῦσε καί ὅταν λειτουργοῦσε καί ὅταν κήρυττε καί ὅταν πήγαινε στό σπίτι γιά νά δῆ τούς ἀνθρώπους καί ὅταν πήγαινε στό Νοσοκομεῖο νά ἐπισκεφθῆ τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά αὐτό δέν τό ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι πού δέν εἶχαν πνευματικά μάτια γιά νά τό δοῦν. Ἀλλά αὐτό τό βάθος τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς ἔλαμψε πολύ περισσότερο κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του.
Τήν ἀσθένειά του τήν ἀντιμετώπισε ὡς ἕνας ἀσκητής, ὡς ἕνας ἁγιορείτης -αὐτό πού ἦταν στόν ἐσωτερικό του κόσμο- καί ἡ κοίμησή του ἦταν μία κοίμηση ὁσίου καί μάρτυρος.
Εἶχε ὄγκο στόν ἐγκέφαλο, δηλαδή καρκίνο. Μπορεῖ κανείς νά τόν χαρακτηρίση ὡς προστάτη τῶν ἀνθρώπων πού πάσχουν ἀπό αὐτήν τήν ἀρρώστια, πού καί αὐτός ὑπέφερε καί τήν ἀντιμετώπισε μέ πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀφιερώσεως στόν Θεό. Λοιπόν, ἡ κοίμηση του ἦταν κοίμηση ὁσίου καί μάρτυρος. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του ἄφησε ὅλον τόν ἑαυτό του στόν Θεό, στήν Πρόνοιά Του.
Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ἔχει ὄγκο στόν ἐγκέφαλο, ἐκεῖνος κατάλαβε ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα του νά φύγη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Κατέβηκε ἀπό τήν Ἔδεσσα στήν Ἀθήνα, πῆγε σέ ἕναν πνευματικό, τόν π. Ἀγαθάγγελο Μιχαηλίδη μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἐπικοινωνία, καί ἐξομολογήθηκε. Μετά ζήτησε ἕναν συμβολαιογράφο στόν ὁποῖο ὑπαγόρευσε τήν διαθήκη του. Ἔλεγε στήν διαθήκη του ὅτι χρήματα δέν εἶχε, ἀκίνητα δέν εἶχε, ἁπλῶς καθόρισε ποῦ θά δοθοῦν μερικά ἄμφια πού εἶχε, καί παρακαλοῦσε τούς ἀνθρώπους νά τόν συγχωρήσουν καί ὁ ἴδιος συγχωροῦσε ἐκ καρδίας ὅλους ἐκείνους πού τόν ἔβλαψαν. Ὑπαγόρευσε τήν διαθήκη του καί μετά ὑπετάγη στόν Θεό, στήν Πρόνοιά Του.
Τόσο στό Λονδίνο, πού ἤμουν μαζί του ἕναν μήνα περίπου κατά τήν διάρκεια τῆς ἐγχειρήσεως καί μετά τήν ἐγχείρηση, ὅσο καί μετά πού κατεβήκαμε στήν Ἑλλάδα καί ἤλθαμε στήν Ἀθήνα, ἤμουν κοντά του γιά ἑπτά μῆνες σάν ἕνας δικός του προσωπικός νοσοκόμος. Ἐκεῖ εἶδα ὅλο τό μεγαλεῖο τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου» του. Γνώριζα ἀπό πολύ καιρό αὐτόν τόν «ἔσω ἄνθρωπο», ὡς ὁ κοντινός του ἄνθρωπος, ἀλλά κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του ἔλαμψε σάν ἕνας ἥλιος, σάν χρυσός ὅλη ἡ ἐσωτερική προσωπικότητά του.
Ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δέν ρώτησε ποτέ τί λένε οἱ γιατροί. Ἔρχονταν οἱ γιατροί, τοῦ ἔκαναν τήν ἐπίσκεψη καί μοῦ ἔλεγαν τήν γνώμη του, ὅμως αὐτός δέν ρώτησε ποτέ τί εἶπαν οἱ γιατροί, γιατί ἄφηνε τελείως τόν ἑαυτό του στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Καί καθώς καθόμουν ὅλον τόν καιρό δίπλα στό κρεββάτι του ἄνοιγε τό στόμα του καί ἔλεγε σοφά λόγια. Εἶχα ἕνα μπλοκάκι καί τά σημείωνα καί τά ἔχω δημοσιεύσει, γιατί σέ αὐτά φαίνεται καθαρά πῶς ἔλαμψε ἡ ζωή του, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ἔχω γράψει ὅτι ἐπαναλάμβανε συνεχῶς: «Γενηθήτω τό θέλημά σου». Καί ὅταν πονοῦσε, δέν ἔλεγε τίποτα ἄλλο, παρά μόνο τό: «Γενηθήτω τό θέλημά σου. Δόξα σοι ὁ Θεός», «Δόξα τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῶ καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι». Δοξολογοῦσε τόν Θεό στό κρεββάτι τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας. Ἄλλη φορά ἔλεγε: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίω περί πάντων;». Δηλαδή, εὐγνωμονοῦσε τόν Θεό γιά ὅλα τά δῶρα τά ὁποῖα τοῦ ἔδωσε ἀκόμη καί γιά τήν ἀσθένεια.
Μία φορά μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ἁμαρτωλός Ἐπίσκοπος, ἀλλά φοβᾶμαι τόν Θεό καί ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία καί τήν δόξα της. Καί αὐτά νά γράψης». Ἄλλη φορά μοῦ εἶπε: «Τόσον καιρό μιλοῦσα στούς ἀνθρώπους γιά τήν ὑπομονή, τώρα πρέπει νά τήν ἐφαρμόσω καί ἐγώ». Ἄλλη φορά ὅταν τοῦ εἶπα «εἶναι δύσκολη αὐτή ἡ ἀρρώστια», μοῦ εἶπε: «Δέν εἶναι τίποτα δύσκολο. Ἀφοῦ δέν φτάσαμε νά σταυρωθοῦμε γιά τόν Χριστό δέν εἴμαστε τίποτα». Δηλαδή, ἐνῶ πονοῦσε, ἐνῶ εἶχε αὐτήν τήν ἀρρώστια ἔλεγε: «Τί κάνουμε; τίποτα. Σταυρωθήκαμε, ὅπως ὁ Χριστός; Δέν σταυρωθήκαμε», ἐνῶ ἦταν μαρτύριο ἡ ἀσθένεια αὐτή.
Κάποιο ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου πού τοῦ εἶπα ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα θά λειτουργοῦσα στόν Ναό τοῦ Νοσοκομείου, καί τόν ρώτησα τί κήρυγμα ἔπρεπε νά κάνω, ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Νά ἀνέβης πάνω στό καμπαναριό καί νά λές ὅτι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Καί τά ἔλεγε μέσα στήν ἀσθένειά του. Τόν αἰσθανόμουν πολλές φορές σάν τούς Τρεῖς Παῖδες μέσα στήν κάμινο τήν καιομένη. Νά εἶσαι μέσα στήν κάμινο καί νά λές «Δόξα σοι ὁ Θεός», εἶναι πάρα πολύ μεγάλο. «Ὁ πιό εὐτυχής ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Γι’ αὐτό καί τοῦ ἄρεσε πολύ αὐτός ὁ χαρακτηρισμός: «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του Τιμόθεο: «Σύ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Τιμ. στ΄, 11). Τοῦ ἄρεσε πολύ αὐτή ἡ φράση, γι’ αὐτό καί ὅταν συναντοῦσε κάποιον γνωστό του, του ἔλεγε: «Τί κάνεις, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;». «πῶς εἶσαι, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;» γιά νά τοῦ ὑπενθυμίση καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός του.
Μία ἄλλη φορά, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του, μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὅλον τόν κόσμο, τούς Ἱερεῖς, τούς γέροντες, τά παιδάκια, τούς χωρικούς». Καί ἄλλοτε εἶπε: «Μέ ἄφησε ὁ Θεός νά ζήσω γιά νά μετανοήσω». Ἐπίσης, ἀκοῦστε ἕναν λόγο χρυσάφι: «Δέν μέ ἐνδιαφέρει πολύ ἡ ἀρρώστια, ἄς ἤμουν ἅγιος καί ἄς ἤμουν μέ ἕνα μάτι ἤ μέ ἕνα πόδι». Τόσο πολύ ἤθελε νά γίνη ἅγιος. Ἄλλοτε μοῦ εἶπε: «Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό γλέντι μας, τό πανηγύρι μας. Ἄν μέ ἀξιώση ὁ Θεός νά ζήσω καί βγῶ ἀπό τό νοσοκομεῖο καί πάω νά κάνω κήρυγμα, δέν θά λέω τίποτα ἄλλο παρά μόνον “Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”». Τό ἔλεγε αὐτό, ἐπειδή ἔζησε τήν πλήρη κένωση καί τήν αὐτομεμψία.
Μιά ἄλλη φορά ἐκεῖ πού καθόμουν δίπλα μου εἶπε: «Παιδί μου, καλύτερα νά ἔρθη ὁ σωματικός θάνατος παρά νά συμβῆ ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό». Μία μέρα μοῦ εἶπε: «Προσευχήσου νά μή χάσω τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τώρα στήν περίοδο τῆς ἀσθενείας μου. Προσευχήσου γιά νά μήν καταστραφῶ». Τό λέει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος 65 χρονῶν πού ἦταν σέ ὅλη του τήν ζωή ἀσκητής, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού ὡς Πρεσβύτερος καί ὡς Ἐπίσκοπος εἶχε αὐταπάρνηση καί ἀγάπη για τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Καί μία ἄλλη φορά πάλι μοῦ εἶπε: «Αὐτήν τήν ὥρα εἶμαι ὑπόδικος γιατί περιμένω τόν θάνατο καί περιμένω κρίση καί δέν πρέπει νά κατακρίνω κανέναν». Σέ ἄλλη περίπτωση εἶπε: «Μπορεῖ ὁ Θεός μέ τήν ἀρρώστια πού μοῦ ἔδωσε νά θέλη νά μοῦ πῆ στόπ, δέν σέ χρειάζομαι ἄλλο. Πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή». Ὅταν ἐγώ τοῦ ἔλεγα «θά γίνετε καλά καί θά ἐπιστρέψετε στήν Μητρόπολη», ἐκεῖνος ἐπανελάμβανε: «Μπορεῖ ὁ Θεός νά μοῦ εἶπε στόπ, δέν σέ χρειάζομαι ἄλλο. Καί πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στόν Θεό».
Αὐτά ἦταν λίγα ἀπό τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του, κατά τούς ἑπτά μῆνες πού ἦταν στό κρεββάτι τοῦ πόνου καί δοξολογοῦσε τόν Θεό.
Πόση παρηγοριά εἶναι αὐτό γιά μᾶς οἱ ὁποῖοι ἔχουμε δυσκολίες, ἔχουμε στεναχώριες, ἔχουμε κατατρεγμούς, μᾶς συκοφαντοῦν, εἴμαστε ἄρρωστοι! Πόση παρηγοριά εἶναι ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς διδάσκει πῶς νά ἀντιδροῦμε στίς δυσκολίες πού ἔχουμε στήν ζωή μας!
Γι’ αὐτό καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅταν ἔλαβε τήν ἀπόφαση στίς 13 Ιανουαρίου του 2016 νά στείλη στόν Πατριάρχη αἴτημα γιά τήν ἁγιοκατάταξή του, ἔγραφε:
«Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισεν ὅπως διενεργηθῶσιν τά δέοντα κατά τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν διά τήν ἀναγραφήν ἐν ταῖς Ἁγιολογικαῖς Δέλτοις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυροῦ Καλλινίκου, ἅτε πανθομολογουμένης τῆς ἁγιότητος καί τοῦ ὀρθοδόξου βίου αὐτοῦ ὑπό τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης Πέλλης καί Ἀλμωπίας».
Καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πού ἔλαβε τήν ἀπόφαση στίς 23 Ἰουνίου φέτος (2020) καί τόν ἐνέταξε στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἔγραψε στήν «Πρᾶξιν» πού δημοσιεύτηκε:
«Ἐπειδή τοίνυν τοιοῦτος τόν βίον καί τήν πολιτείαν ἀνεδείχθη καί ὁ ἐν Σιταράλωνᾳ Θέρμου Αἰτωλοακαρνανίας γεννηθείς ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος Ποῦλος) βιώσας θεοφιλῶς καί ἀσκητικῶς ἐν Μητροπόλει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι, ὅστις ἐσέβετο τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν καί προήσπιζε τά δίκαια καί προνόμια αὐτῆς, ὁσιότητι μέν καί ἁγιότητι βίου διακριθείς καί τύπον καί ὑπογραμμόν ἀρετῆς καί ἐγκρατείας καί ἀγαθοεργίας ἑαυτόν παραστήσας καί ζῶν δέ καί μετά θάνατον τοῦ χαρίσματος τῆς τῶν θαυμάτων ἐνεργείας παρά Θεοῦ ἀξιωθείς ……διό καί θεσπίζομεν Συνοδικῶς καί διοριζόμεθα καί ἐν Ἁγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι ὅπως ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς αἰῶνα τόν ἅπαντα ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης Καλλίνικος συναριθμῆται τοῖς Ὁσίοις καί Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας, τιμώμενος παρά τῶν πιστῶν καί ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενος κατ’ ἔτος τῇ η΄ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἡμέρᾳ τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».
Καί ἀμέσως μετά μόλις ἀνακοινώθηκε ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγραψε στό Δελτίο Τύπου:
«Θεοφιλῶς, θεαρέστως, ἁγιοπνευματικῶς καί ἱεραποστολικῶς διαποίμανε τήν Μητρόπολή του αὐτός ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά λεχθῆ ὅτι ὁ ἐνάρετος αὐτός Ἱεράρχης ἀνεδείχθη ἕνα πραγματικό κόσμημα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Θά μποροῦσα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά πῶ πολλά γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά περατώσω τόν λόγο καί νά πῶ ὅτι ἦταν ἕνας καλός ποιμένας, καί καλός Ἐπίσκοπος, εἰς τύπον καί τόπον τοῦ καλοῦ ποιμένος τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο Χριστό ἀποκαλοῦσε πολλές φορές τό «Ἀφεντικό του». Καί ὅταν πήγαιναν διάφοροι καί ἔλεγαν θέλουμε τό ἕνα, θέλουμε τό ἄλλο, ἐκεῖνος ἔλεγε: «Ὅ,τι πεῖ τό Ἀφεντικό» καί ἔδειχνε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ὁ Ποιμήν ὁ καλός καί ὁ Ἐπίσκοπος καλός τῶν προβάτων, ὁ ἅγιος καί ἀσκητής αὐτός Ἐπίσκοπος, ὁ Ἁγιορείτης Ἐπίσκοπος εἶναι ἕνα μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία. Στά 200 χρόνια στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος πού ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξή του. Εἶναι βέβαια καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἀλλά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας. Εἶναι ἕνα μεγάλο δῶρο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι μεγάλο δῶρο σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία καί μπορεῖ νά γίνη ἕνα μεγάλο δῶρο γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν διαβάσουμε καί ἐντρυφήσουμε στήν ζωή του καί τήν διδασκαλία του. Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του!
Το άρθρο Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Γέροντάς μου, ὁ ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης εμφανίστηκε πρώτα στο agrinio24.gr.
agrinio24.gr