Η Τζένη Καρέζη (πραγματικό όνομα Ευγενία Καρπούζη, Αθήνα 12 Ιανουαρίου 1932-26 Ιουλίου 1992) ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου,με σημαντική αντιδικτατορική δράση,αλλά και σημαντική θεατρική επιχειρηματίας. Υπήρξε ένα από τα εμπορικότερα και πιο ακριβοπληρωμένα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα.Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στη Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην «Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί» και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ».
Ως μαθήτρια έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο Rex, σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ». Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πρωταγωνιστήσει επί τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Η Τζένη Καρέζη το 1973 συμμετείχε στην ιστορική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» σε κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου. Μαζί της έπαιξαν ο Κώστας Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Τη μουσική έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, ενώ τα σκηνικά είχε επιμεληθεί ο Ευγένιος Σπαθάρης. Η παράσταση σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία, κόβοντας περί τα 550.000 εισιτήρια, αριθμό ρεκόρ για την εποχή. «Το μεγάλο μας τσίρκο» πέρα από την τεράστια επιτυχία του ήταν μια παράσταση με έντονα πολιτικά μηνύματα κατά της Χούντας των συνταγματαρχών, γεγονός που οδήγησε την ίδια και τον Καζάκο στη φυλακή.
Μετά την πτώση της δικτατορίας η παράσταση ανέβηκε ξανά και οι εισπράξεις κατατέθηκαν υπέρ της Κύπρου, ενώ το 1975 ανέβασε το έργο του Καμπανέλλη «Ο εχθρός λαός».
Το 1982 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανέβασαν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν. Η παράσταση έσπασε ταμεία και η ερμηνεία της Καρέζη αποθεώθηκε από τους κριτικούς.
Ενδεικτικά για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μάρθας έγραψαν: «Η Τζένη Καρέζη ήταν ένα τέλειο ηχείο του ρόλου της. Αυτού του ανείπωτου ρόλου-ανέμου, που διαπερνούσε όλες τις κλίμακες μιας μουσικής τραγωδίας. Από τους αργούς ρυθμούς του αναφιλητού μέχρι την τρομαχτική αναταραχή ενός άγριου κρεσέντο. Η Μάρθα της βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του στροβίλου, πότε τελεσίδικα επιθετική, άλλοτε αποκρουστικά μαινόμενη και μόνιμα τραγικά εύθραυστη. Θα τη χαρακτηρίζαμε σαν μια ηθοποιό που ανταποκρίθηκε στο ρόλο της με υποδειγματική αφοσίωση». (Η Αυγή, 1982).
«Η Καρέζη παίζει με κάθε ίνα της και κάθε κύτταρο της, ιδιαίτερα όμως στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται και το μόνο για το οποίο μακαρίζεις τον εαυτό σου, είναι πως ευτύχησες να είσαι παρών». (Τα Νέα, 1982).
Το 1985 ερμήνευσε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο σε αρχαία τραγωδία, την Μήδεια του Ευριπίδη στο Ηρώδειο. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σημείωνε σχετικά με την Μήδεια: «Η Τζένη Καρέζη κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της στων τραγικών μεγεθών την πόλιν. Έχω πολλά χρόνια να δω ηθοποιό σε τραγωδία με τέτοια συναισθηματική πληρότητα. Ήταν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή γεμάτη, παλλόμενη, άνετη και πλαστική. Ρυθμικά και μουσικά σωστά κουρδισμένη. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της. Οι ήσσονες καταστάσεις της ήταν λίγες και είχαν σχέση με τη σκηνοθετική γραμμή. Εννοώ κάποιες ρομαντικές νότες και κάποιες συμβολικές κινήσεις». (Τα Νέα, 1985).
Το 1988 η Καρέζη ανέβασε το κλασσικό έργο του Αντόν Τσέχωφ Ο Βυσσινόκηπος με τεράστια επιτυχία. Ο Τάσος Λιγνάδης έγραψε για την ερμηνεία της:
«Αν δεχτούμε ότι η Λιούμποβα είναι ρόλος ιλαροτραγικής διπλότητας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κα. Τζένη Καρέζη ευνόησε κατά προτίμηση τη δραματική πλευρά. Και ομολογουμένως η υποκριτική της εύνοια έδωσε ισχυρά τεκμήρια ευαισθησίας και πάθους στη μια ψυχική όψη, αφήνοντας ασχολίαστη την άλλη». (Η Καθημερινή, 1988).
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ανέφερε μεταξύ άλλων «Η Καρέζη έπαιξε την Λιούμποβα επιθετικά και σύνθετα. Η γνωστή άποψη για τη λυρική και φευγάτη Λιούμποβα απορρίφθηκε ως μονοσήμαντη. Η αφέλεια της έγινε στην Καρέζη καλύπτρα, η απογείωση της άλλοθι. Βγήκε στην επιφάνεια ο κρυφός σπαραγμός και μια θεατρική πόζα, πρόσχημα για να σκεπαστεί ο σπαραγμός του χρόνου». (Τα Νέα, 1988).
Το 1990 πρωταγωνίστησε στην τελευταία της παράσταση, στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, «Διαμάντια και μπλουζ». Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική. Αποτέλεσε το καλύτερο κύκνειο άσμα μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας. Η Ροζίτα Σώκου έγραψε για την ερμηνεία της:
«Η Καρέζη δεν αφήνει αναπνοή, λέξη, παύση, βλέμμα, χαμόγελο πικρό ή χαμόγελο γλυκό, ανεκμετάλλευτα. Όλη η γκάμα των αμέτρητων εκφράσεων που μπορεί να πάρει το πρόσωπο, τα μάτια, το στόμα μιας ηθοποιού, όλα τα έχει ρίξει στην υπηρεσία του ρόλου του δικού της σε σημείο που να προκαλεί τρόμο.» (Απογευματινή, 1990).
Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος. Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της η υγεία της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.
Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα προς 27 Ιουλίου μετά από τριετή αντιμετώπιση καρκίνου. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής».
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.