Τα μέσα ενημέρωσης αρέσκονται στο να βρίσκουν «ήρωες», «πρότυπα», «ταλέντα». Διαβάζουμε σε καθημερινή σχεδόν βάση για ανθρώπους που γνωρίζουν «το μυστικό της επιτυχίας». Στην πραγματικότητα όμως είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες των ανθρώπων, για τους οποίους μπορείς να πεις ότι διέλυσαν στερεότυπα και νίκησαν τις πιθανότητες. Ο Τζέισον Άρντεϊ είναι μία τέτοια περίπτωση.

Σε λίγες ημέρες, στις 6 Μαρτίου, ο διακεκριμένος μελετητής θεμάτων Φυλής, Ανισότητας και Εκπαίδευσης, θα αναλάβει τη θέση του καθηγητή Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστημίου Cambridge. Στα 37 του, θα είναι ο νεότερος μαύρος που διορίστηκε ποτέ σε θέση καθηγητή στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, ένα βήμα το οποίο ο ίδιος θέλει να αξιοποιήσει για να εμπνεύσει περισσότερους ανθρώπους από υποεκπροσωπούμενα υπόβαθρα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Μην σκεφτείτε όμως ότι είναι όμως απλά ένας ταλαντούχος, μαύρος επιστήμονας, που διακρίνεται σε ένα πανεπιστήμιο της ελίτ (αυτά που ο Elon Musk κατηγορεί για ρατσισμό κατά των λευκών και των Ασιατών). Δεν ήταν το χρώμα ή η καταγωγή του το κύριο στοιχείο που έφερε προκλήσεις και τον υποχρέωσε από την ηλικία των 3 ετών σε να παλεύει σε έναν διαρκή αγώνα. Ο Άρντεϊ είναι ένα άτομο στο φάσμα του Αυτισμού. Και η νευροαναπτυξιακή αυτή διαταραχή, που έχει πολλά, διαφορετικά «πρόσωπα», για τον ίδιο σήμαινε ότι έως τα 11 δεν μπορούσε να μιλήσει. Και πριν τα 18 του χρόνια δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει.

Στην παιδκή και εφηβική του ηλικία κανείς δεν τον έβλεπε ως μία ιδιοφυία με στερεοτυπίες, «κλειστό» χαρακτήρα, αλλά λαμπρές προοπτικές. Ήταν απλά ένα αυτιστικό παιδί. Δεν ήταν ένας Έλον Μασκ ή ένας Μέσι (και οι δύο ανήκουν στο φάσμα). Οι αναπτυξιολόγοι και οι θεραπευτές του στο Νότιο Λονδίνο, όπου μεγάλωσε, έβλεπαν δυνατότητες επικοινωνίας και μάθησης. Αλλά προέβλεπαν ότι θα περνούσε την ενήλικη ζωή του σε υποβοηθούμενη διαβίωση. Και η οικογένειά του προετοιμαζόταν για δια βίου υποστήριξη. Κανείς όμως δεν άφησε την εκτίμηση αυτή να σταματήσει την προσπάθεια. Χάρη στην προσωπική του αποφασιστκότητα και τη συνεχή στήριξη οικογένειας, φίλων και θεραπευτών, ο Άρντει πήγε τελικά στο κολέγιο, με στόχο να γίνει δάσκαλος. Ήταν ένας θρίαμβος της θέλησης, αλλά δεν ήταν αρκετό. Τα όνειρά του έφταναν ακόμη υψηλότερα.

Στα 27 του, ενώ σπούδαζε, έγραψε μια σειρά από προσωπικούς στόχους σε έναν τοίχο στην κρεβατοκάμαρα του πατρικού του σπιτιού. Ξεχώρισε ο ακόλουθος: «Μια μέρα θα δουλέψω στην Οξφόρδη ή στο Κέμπριτζ».

Η μητέρα του, ο μέντοράς του και η μουσική

Η μητέρα του Arday έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης και των δεξιοτήτων του, ιδίως εισάγοντάς του σε ένα ευρύ φάσμα μουσικής. Η ελπίδα της ήταν ότι αυτό θα βοηθούσε στην εννοιολόγηση της γλώσσας.

Τελικά άρχισε να διαβάζει και να γράφει στα τέλη της εφηβείας του, υποστηριζόμενος από τον μέντορά του, καθηγητή κολεγίου και στενό φίλο του πλέον, Σάντρο Σάντρι.  Στη συνέχεια σπούδασε Φυσική Αγωγή και Σπουδές Αγωγής στο Πανεπιστήμιο του Surrey. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αντιλήφθηκε το ενδεχόμενο μεταπτυχιακών σπουδών και τελικά έθεσε ως στόχο να κάνει διδακτορικό.

Ο ίδιος θυμάται τη συζήτηση που είχε για το διδακτορικό με τον μέντορά του ως σημείο καμπής. «Ο Σάντρο μου είπε: «Νομίζω ότι μπορείς να το κάνεις αυτό: Νομίζω ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τον κόσμο και να κερδίσουμε.» Κοιτώντας πίσω, «τότε ήταν που πίστεψα για πρώτη φορά πραγματικά στον εαυτό μου…Από εκείνη τη στιγμή ήμουν αποφασισμένος και συγκεντρωμένος: ήξερα ότι αυτός θα ήταν ο στόχος μου».

Ο Άρντει έχει αποκτήσει δύο μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και ένα διδακτορικό στις εκπαιδευτικές σπουδές.

Να πάμε από τα λόγια στις πράξεις

«Η δουλειά μου επικεντρώνεται κυρίως στο πώς μπορούμε να ανοίξουμε πόρτες σε περισσότερους ανθρώπους από μειονεκτικά υπόβαθρα και να εκδημοκρατίσουμε πραγματικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση», λέει. «Ελπίζω ότι το να είμαι σε ένα μέρος όπως το Κέμπριτζ θα μου δώσει τη δύναμη να ηγούμαι αυτής της προσπάθειας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο».

«Το να μιλάμε για αυτό είναι ένα πράγμα. το να το κάνεις πράξη είναι αυτό που έχει σημασία. Το Κέμπριτζ κάνει ήδη σημαντικές αλλαγές και έχει επιτύχει κάποια αξιοσημείωτα κέρδη στην προσπάθεια διαφοροποίησης του τοπίου, αλλά υπάρχουν τόσα πολλά που πρέπει να γίνουν» σημειώνει.

Το 2015, ενώ ήταν ακόμη διδακτορικός φοιτητής, επιμελήθηκε, μαζί με την καθηγήτρια Claire Alexander (Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ), την έκθεση ορόσημο του Runnymede Trust, “Aiming Higher”, η οποία τόνισε τη φυλετική και εθνοτική ανισότητα στα βρετανικά πανεπιστήμια και τη σχέση της με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα.

«Όταν άρχισα να γράφω ακαδημαϊκές εργασίες, δεν είχα ιδέα τι έκανα», είπε. «Δεν είχα μέντορα και κανείς δεν μου έδειξε ποτέ πώς να γράφω. Ό,τι υπέβαλα απορρίφθηκε βίαια. Η διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους ήταν τόσο σκληρή, ήταν σχεδόν αστεία, αλλά την αντιμετώπισα ως μια μαθησιακή εμπειρία και άρχισα να την απολαμβάνω».

Τελικά δημοσίευσε την πρώτη του εργασία το 2018. Την ίδια χρονιά, εξασφάλισε με επιτυχία ένα Senior Lectureship στο Πανεπιστήμιο Roehampton πριν μεταβεί στο Πανεπιστήμιο Durham, όπου ήταν Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας. Το 2021, ο Arday έγινε καθηγητής Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στη Σχολή Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, καθιστώντας τον, εκείνη την εποχή, έναν από τους νεότερους καθηγητές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μπορούμε και στην Ελλάδα

Σε ανάρτησή του για τον Τζέισον Άρντει ο Ηλίας Μόσιαλος σωστά αναρωτιέται πόσα από τα παραπάνω θα είχε πετύχει αν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα.

Ως μητέρα παιδιού στο φάσμα η γράφουσα γνωρίζει καλά τις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν τα άτομα με νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Έχουν γίνει βήματα στην κατεύθυνση της κατανόησης αυτής της «αόρατης» αναπηρίας, ο κόσμος γνωρίζει πια περισσότερα. Αλλά στη συμπερίληψη, στην ένταξη στην εκπαιδευτική και κοινωνική διαδικασία είμαστε ακόμη πολύ πίσω. Ο αγώνας κάποτε ήταν πολύ μοναχικός, τώρα αυτό σταδιακά αλλάζει – έστω και σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων. Στο χέρι μας είναι να περάσουμε και εμείς, εδώ στην Ελλάδα, από τα λόγια στις πράξεις.


Πηγή