«Θα ξεκινήσω μια μέρα πριν την εισαγωγή της Τζωρτζίνας στο Καραμανδάνειο. Εκείνη την περίοδο υπήρχε ένας τσακωμός με τον εν διαστάσει σύζυγο μου και εγώ είχα πάρει το παιδί μου και είχαμε πάει στο εξοχικό. Στον ύπνο της πετάχτηκε με ανοιχτά τα μάτια και μου έλεγε “γιατί τρέμω;”. Πάνω στο χείλος ήταν κόκκινη, μόνο εκεί μου λέει “κάτι έχω μαμά μου, τρέμω. Είδα ένα όνειρο ο μπαμπάς να φωνάζει στην μαμά. Πονάει η κοιλιά μου. Δεν μπορώ επειδή είναι τόσος πολύ ο πόνος, σαν βόμβα στην πλάτη”», ανέφερε η Ρούλα Πισπιρίγκου.

Η Τζωρτζίνα φοβόταν τους γιατρούς. Εκείνη τη μέρα όμως ζητούσε διακαώς από τη μητέρα και την θεία της να την πάνε στο νοσοκομείο.

«Δεν πιστεύαμε ότι θα μείνουμε μέσα. Αλλά όταν έχεις χάσει 2 παιδιά, και βηχαλάκι να κάνει το παιδί σου είναι ο απόλυτος φόβος. Είχα βάλει μια ασπίδα για να είναι υπερπροστατευμένη η Τζωρτζίνα. Πίστεψα ότι όλο αυτό δημιουργήθηκε από το όνειρο που είχε δει με τον πατέρα της».

Η Ρούλα Πισπιρίγκου αναφερόταν στον Μάνο Δασκαλάκη σε κάθε σκηνή που περιέγραφε. Επιβεβαίωσε μάλιστα και το γεγονός πως η Τζωρτζίνα ξαφνικά δεν ήθελε να βλέπει τον πατέρα της όμως, όπως λέει, ήταν πολύ απασχολημένη με την υγεία του παιδιού.

«Δεν ήθελε να δεχτεί την άρνηση του παιδιού προς εκείνον, μπορεί να είχε σκεφτεί ότι είχαμε βάλει λόγια εμείς στο παιδί, ενώ δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο».

Οι γιατροί υποβάλλουν την μικρή σε κάθε πιθανή εξέταση. Δεν βρίσκουν τίποτα… Καταλήγουν πως είναι μάλλον κάτι ψυχολογικό, καθώς η 8χρονη τότε Τζωρτζίνα είχε βιώσει ήδη τους θανάτους των 2 αδελφών τους.

«Στο σχολείο η Τζωρτζίνα είχε παιδοψυχολόγο. Μας είχε πει ότι το παιδί δεν έχει κάποιο πρόβλημα, απλά ζητούσε επίμονα ένα αδερφάκι. Στην αρχή ο Μάνος ήταν εντελώς αρνητικός. Την επόμενη φορά έκπληκτη η ψυχολόγος άκουσε τον Μάνο να λέει “θέλω κι εγώ να κάνω άλλο ένα παιδί”. Ξαφνικά χάνεις το παιδί κι εκεί που περπατάς στο δρόμο και τα δυο χέρια σου είναι με τα χέρια των παιδιών, ξαφνικά το ένα είναι κενό, παθαίνεις σοκ!», είπε η κατηγορούμενη.

Ξεσπά σε κλάματα. Κάνει μια μικρή διακοπή για να συνέλθει και συνεχίζει πως η Ίριδα δεν αναπλήρωσε ποτέ το κενό της Μαλένας, στην ψυχή της όμως ήταν το ουράνιο τόξο που φώτισε το γεμάτο πένθος και μαυρίλα σπίτι τους.

«Εκεί πέθανα…»

Η Πισπιρίγκου μετά από μια διακοπή για τεχνικό πρόβλημα συνεχίζει και λέει το πόσο εξοργίστηκε όταν οι γιατροί της είπαν να πάρει εξιτήριο η Τζωρτζίνα και λίγες ώρες μετά έκανε το επόμενο επεισόδιο.

Αυθόρμητα τους είπα «Αυτό το παιδί θα βγάζατε έξω;» Ήμουν πολύ εκνευρισμένη γιατί πίστευα ότι ήθελαν να διώξουν το παιδί. Μου έλεγαν “ηρεμήστε. Το μόνο που είδαμε είναι ότι έχουν αυξηθεί τα λευκά αιμοσφαίρια”».

Οι εξετάσεις συνεχίζονται σε ένα 8χρονο παιδί που δεν έχει τίποτα πέραν από τους αναφερόμενους σπασμούς. Η Πισπιρίγκου θα περιγράψει και τη στιγμή που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.

Κάνουν υπέρηχο και βρίσκουν διογκωμένους λεμφαδένες . Κατευθείαν σκέφτηκα τη Μαλένα και λέω, “πάει πεθάναμε”. Μην μου πείτε ότι το παιδί έχει καρκίνο ή λευχαιμία. Όχι, μου απαντάνε, γαστρεντερικά και να μην ανησυχώ.

Δεν έκρυψε την αγανάκτηση της για το γεγονός πως οι γιατροί δεν έβρισκαν τι είχε το παιδί.

«Τη μια μέρα κοινώς είχε γαστρεντερίτιδα, την άλλη βρογχοπνευμονία και κάναμε τον σταυρό μας. Τι θα μας ξημερώσει και τι θα έχει την επόμενη. Ο Μάνος την είχε αγκαλιά και εγώ κρατούσα τον ορό. Κάναμε την ακτινογραφία, πάλι μας είπαν ότι θα της πάρουν αέρια. Αλλά η Τζωρτζίνα δεν ήθελε “όχι γιατί πόνεσα την προηγούμενη φορά. Δεν θέλω να με πονέσουν”».

Η ώρα της ανακοπής

Η περιγραφή της φτάνει στην επίμαχη στιγμή της ανακοπής. Η κατηγορούμενη περιγράφει όλα όσα είδε. Τον τρόπο με τον οποίο εκείνη αντιδρούσε αλλά και τους γιατρούς που έφτασαν στο δωμάτιο για να επαναφέρουν το παιδί.

«Σηκώθηκε, έβγαλε έναν ήχο, τίναξε τα πόδια της τα χέρια της, όλα έγιναν στο δίλεπτο. Αρχίζω να φωνάζω “Τζωρτζίνα, Τζωρτζίνα”! Φεύγω προς το διάδρομο και πάω προς τους γιατρούς. Στα ενδιάμεσα συνάντησα τη γιατρό και της λέω “το παιδί είναι μπλε, τίναξε τα χέρια της, δεν ανασαίνει” δε θυμάμαι ούτε τι έλεγα. Την ρωτούσα τι συμβαίνει; Παίρνω τον Μάνο του λέω «τρέχα». Απέναντι ήταν ένα σκαλοπάτι. Ειλικρινά σας μιλάω μου κόπηκαν τα πόδια. Έκατσα στο σκαλοπάτι».

Αίσθηση προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τη στιγμή που ο αναισθησιολόγος εμφανίστηκε στο δωμάτιο της Τζωρτζίνας για να την διασωληνώσει.

«Βλέπουμε τον κο Χασαπόπουλο από τον διάδρομο και τον κοιτάζω να περπατάει αργά προς τα μέσα. Λέω στον Μάνο “αυτόν περιμέναμε τόση ώρα;” Δεν ξανά άνοιξε η πόρτα. Και μετά ακούμε από μέσα: «Μπράβο κορίτσι μου, μπράβο κορίτσι μου!» Βγαίνει η Κα Δημητρόπουλου πιάνεται από τα κάγκελα και λέει «επανήλθε, ζει.» Πέφτω στην αγκαλιά της και πάω να της φιλήσω τα χέρια. Ήμουν σε σοκ σε πανικό. Δεν μιλούσα πολύ. Ήμουν σα χαμένη. Βγαίνει ο Χασαπόπουλος έξω κλαμμένος και το μόνο που μας είπε ήταν, έπαθε ανακοπή. Οφείλω να πω ότι ήταν χαμένος. Το μόνο που μας είπε “έπαθε ανακοπή”».

Στη συνέχεια το παιδί μεταφέρεται στο Ρίο, εκεί όπου το περίμεναν στην πόρτα ο Ανδρέας Ηλιάδης, ο εντατικολόγος που έζησε όσο κανείς άλλος την πολύμηνη νοσηλεία της τετραπληγικής πλέον Τζωρτζίνας.


Πηγή